Tuesday 29 January 2013

π. Α.Κονάνος -Μην αφήνεις τις τύψεις να σε πνίγουν

Απόσπασμα ομιλίας πατρός Ανδρέα Κονάνου στο Μεσολόγγι Θέμα: «Μην αφήνεις τις τύψεις να σε πνίγουν» Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2013 Μεσολόγγι, αίθουσα εκδηλώσεων του Νομαρχιακού Μεγάρου Αιτωλοακαρνανίας Οργάνωση: Σχολή Γονέων Ιεράς Μητρόπολεως Αιτωλίας και Ακαρνανίας

Τα Χαρίσματα της Γυναίκας...


Ένα μικρό αγόρι ρώτησε τη μαμά του: “Γιατί κλαις μαμά;”
-”Γιατί είμαι γυναίκα” του είπε.
-”Δεν καταλαβαίνω” είπε το μικρό.
Η μαμά του απλά το αγκάλιασε και είπε “και ούτε ποτέ θα καταλάβεις….”
Αργότερα το μικρό αγόρι ρώτησε τον μπαμπά του: “Γιατί η μαμά κλαίει χωρίς λόγο;”
-”Όλες οι γυναίκες κλαίνε χωρίς λόγο!” ήταν το μόνο που μπορούσε να πει ο μπαμπάς του.
Το αγοράκι μεγάλωσε και έγινε άντρας, έχοντας ακόμα την απορία για ποιό λόγο κλαίνε οι γυναίκες.
Κάποια στιγμή είχε μια συζήτηση με τον Θεό.
Τότε Τον ρώτησε:
“Θεέ μου, γιατί οι γυναίκες κλαίνε τόσο εύκολα;”
Και τότε ο Θεός του είπε:
- “Όταν δημιούργησα την γυναίκα έπρεπε να είναι ξεχωριστή. Έφτιαξα τους ώμους της δυνατούς αρκετά ώστε να σηκώνουν τα βάρη του κόσμου και απαλά για να προσφέρουν ανακούφιση.
Της έδωσα εσωτερική δύναμη για να μπορεί να υπομένει τις γεννήσεις και την απόρριψη που καμιά φορά προέρχεται από τα παιδιά της. Της έδωσα σκληράδα που της επιτρέπει να συνεχίζει όταν οι υπόλοιποι τα έχουν παρατήσει, και να φροντίζει την οικογένεια της μέσω αρρώστιας και κούρασης χωρίς να παραπονιέται.
Της έδωσα ευαισθησία ώστε να αγαπάει τα παιδιά της κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, ακόμα και όταν αυτά την πληγώνουν. Της έδωσα δύναμη ώστε να αντέχει τον άντρα της με τα ελαττώματα του και την έπλασα από το πλευρό του για να προστατεύσω την καρδιά του.
Της έδωσα σοφία να γνωρίζει ότι ένας σύζυγος ποτέ δεν πληγώνει την γυναίκα του, απλά ελέγχει τις δυνάμεις της και την αποφασιστικότητα της να παραμείνει δίπλα του χωρίς αμφιβολίες.
Βλέπεις γιέ μου ’είπε ο Θεός‘, η ομορφιά της γυναίκας δεν είναι στα ρούχα που φοράει, στη μορφή που έχει ,ούτε στον τρόπο που φτιάχνει τα μαλλιά της…
Η ομορφιά της γυναίκας είναι στα μάτια της… γιατί τα μάτια είναι οι πύλες της καρδιάς… το μέρος που η αγάπη κατοικεί”. Πηγή: istologio

ΓΙΑΤΙ ΧΑΙΡΕΙ Η ΠΑΡΘΕΝΟΣ;



Αγίου Νικολάου Καβάσιλα

Πριν απ’ όλα σαν άνθρωπος, που συμμετέχει, όπως όλοι, στα κοινά αγαθά. Χαίρει όμως και γιατί οι δωρεές δόθηκαν σ’ Αυτή και πριν και αφθονώτερα από τους άλλους, κι’ ακόμη περισσότερο, γιατί Αυτή είναι η αιτία που οι δωρεές αυτές δόθηκαν σ’ όλους. Ο πέμπτος όμως και μεγαλύτερος λόγος για τον οποίο χαίρει η Παρθένος είναι ότι όχι απλώς δια μέσου αυτής ο Θεός, αλλά και αυτή η ίδια, χάρις σ’ εκείνα που γνώρισε και προείδε, έφερε την ανάσταση στους ανθρώπους.
Γιατί η Παρθένος δεν είναι όπως η γη που συνετέλεσε μεν, αλλά δεν έκαμε όμως η ίδια τίποτα στη δημιουργία του ανθρώπου, που χρησιμοποιήθηκε σαν απλή ύλη από τον Δημιουργό και απλώς “έγινε” χωρίς να “πράξη” τίποτε. Η Παρθένος πραγματοποίησε η ίδια μέσα της και πρόσφερε στο Θεό όλα εκείνα που προσείλκυσαν τον Τεχνίτη στη γη, που παρακίνησαν το δημιουργικό χέρι. Και ποιά είναι αυτά; Βίος πανάμωμος, ζωή πάναγνη, άρνηση κάθε κακίας, άσκηση όλων των αρετών, ψυχή από το φως καθαρώτερη, σώμα εντελώς πνευματικό, λαμπρότερο από τον ήλιο, από τον ουρανό καθαρώτερο, απο τους χερουβικούς θρόνους ιερώτερο. Φτερούγισμα νου, που δεν δειλιάζει μπρός σε κανένα ύψος, που ξεπερνά ακόμη και τα φτερά των Αγγέλων. Θείος έρως, που απορρόφησε και αφομοίωσε κάθε άλλη επιθυμία της ψυχής. Κτήμα του Θεού, ένωση με το Θεό που δεν χωράει σε καμία ανθρώπινη σκέψη. Έτσι, έχοντας στολίσει με τέτοιο κάλλος και το σώμα και την ψυχή Της, κατορθώνει να ελκύσει πάνω της το βλέμμα του Θεού.
Ανέδειξε, χάρις στη δική Της ωραιότητα, ωραία την κοινή ανθρώπινη φύση. Και κατέκτησε τον απαθή. Και έγινε άνθρωπος εξαιτίας της Παρθένου Εκείνος που εξαιτίας της αμαρτίας ήταν στους ανθρώπους μισητός. Και το “μεσότοιχον της έχθρας” και ο “φραγμός” δεν είχαν για τη Παρθένο καμμιά ισχύ, αλλά κάθε τι που χώριζε το ανθρώπινο γένος από το Θεό σε ότι αφορά την ίδια είχε καταργηθεί.
Έτσι και πριν από την κοινή καταλλαγή είχε συναφθή ανάμεσα στο Θεό και την Παρθένον μόνη ειρήνη. Ακόμη περισσότερο, δεν χρειάσθηκε ποτέ να προσφέρει εκείνη σπονδές ειρήνης και συμφιλιώσεως, μια και στεκόταν από την αρχή στη κορυφή του χορού των φίλων. Όλα αυτά πραγματοποιήθηκαν για τους άλλους. Και υπήρξε πριν απο τον Παράκλητο, “παράκλητος υπέρ υμών προς τον Θεόν”, για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση του Παύλου, υψώνοντας προς Αυτόν για χάρη των ανθρώπων όχι τα χέρια της, αλλά, αντί για άλλη ικεσία, την ίδια τη ζωή Της. Κι έφθασε η αρετή μιας ψυχής να σταματήσει την κακία των ανθρώπων όλων των αιώνων. Όπως η κιβωτός που έσωσε τον άνθρωπο κατά το κοινό ναυάγιο της οικουμένης δεν έλαβε η ίδια μέρος στις συμφορές και διέσωσε στο γένος τη δυνατότητα να συνεχισθή, το ίδιο συνέβηκε και με την Παρθένο. Διατήρησε πάντοτε τη σκέψη Της τόσο άθικτη και ιερή, σαν να μην είχε αποτολμηθή ποτέ στη γη καμία αμαρτία, σαν να ήταν όλοι συνεπείς σ’ αυτά που έπρεπε, σαν να έμενα όλοι ακόμα στην εστία του Θεού. Ούτε καν αισθάνθηκε, πράγματι, την κακία που ξεχύθηκα σ’ όλη την γη.
Και ο κατακλυσμός της αμαρτίας που ξαπλώθηκε παντού κι έκλεισε τον ουρανό και άνοιξε τον Άδη και έβαλε σε πόλεμο τους ανθρώπους με τον Θεό κι έδιωξε από την γη τον Αγαθό, φέρνοντας στη θέση του τον Πονηρό, δεν κατάφερε ούτε στο παραμικρό να θίξει την μακαρία Παρθένο. Αλλά ενώ κυριάρχησε σε όλη την οικουμένη και έσεισε και συντάραξε και γκρέμισε τα πάντα, νικήθηκε από ένα μόνο λογισμό, από μία ψυχή. Και δεν νικήθηκε από την Παρθένο μόνο, αλλά χάρις σ’ αυτήν υποχώρησε η αμαρτία κι από ολόκληρο το ανθρώπινο γένος.
Αυτή ήταν η συμβολή της Παρθένου στο έργο της σωτηρίας, πριν φθάση η ημέρα εκείνη, κατά την οποία έπρεπε ο Θεός, σύμφωνα με το προαιώνιο σχέδιο Του, να κλίνη τους ουρανούς και να κατέβη στη γη: από τη στιγμή που γεννήθηκε οικοδομούσε κατάλυμα για εκείνον, που μπορούσε να σώσει τον άνθρωπο, αγωνιζόταν να καταστήσει ωραία την κατοικία του Θεού, τον εαυτό Της, τέτοια που να μπορεί να είναι άξια γι’ Αυτόν. Έτσι τίποτα δεν βρήκε να κατηγορήσει στα ανάκτορα ο βασιλιάς. Κι ακόμη περισσότερο, δεν του πρόσφερε η Παρθένος μόνο βασιλική κατοικία άξια του μεγαλείου του, αλλά του ετοίμασε από τον εαυτό της και τη βασιλική πορφύρα και τη ζώνη και, όπως λέγει ο Δαβίδ, την “ευπρέπεια”, τη ¨δύναμη” και την ίδια τη “βασιλεία”. Όπως μια λαμπρή πολιτεία, που ξεπερνά όλες τις άλλες στο μέγεθος και την ωραιότητα, στο υψηλό ηθικό φρόνημα και στο πλήθος των κατοίκων και στον πλούτο και σε κάθε είδους δύναμη, δεν περιορίζεται μόνο στο να δεξιωθή και να φιλοξενήσει απλώς το βασιλιά, αλλά γίνεται το κράτος του και αποτελεί την εξουσία του και την τιμή του και τη δύναμη και τον οπλισμό του.
 Έτσι, και η Παρθένος, με το να δεχθεί μέσα της το Θεό, με το να του δώσει τη σάρκα της, έκαμε να παρουσιασθεί ο Θεός μέσα στον κόσμο και να γίνει στους μεν εχθρούς συμφορά ακαταμάχητη, στους δε φίλους σωτηρία και πηγή όλων των αγαθών. Μ’ αυτόν τον τρόπο ωφέλησε το ανθρώπινο γένος πριν ακόμη έρθει ο καίρος της σωτηρίας. Αλλά κι όταν ήρθε ο καιρός και παρουσιάσθηκε ο ουράνιος αγγελιοφόρος, πάλι έλαβε ενεργητικό μέρος στη σωτηρία με το γεγονός ότι πίστεψε σε ότι της είπε και δέχθηκε να αναλάβει τη διακονία που της ζήτησε ο Θεός. Γιατί ήταν κ αυτά απαραίτητα και χρειάζονταν οπωσδήποτε για τη σωτηρία μας. Αν η Παρθένος δεν τηρούσε αυτή τη στάση, καμιά πια ελπίδα δεν θα απόμενε στους ανθρώπους. Δεν ήταν βέβαια δυνατό, όπως είπα πιο πάνω, να προσβλέψει ο Θεός με ευμένεια προς το ανθρώπινο γένος και να θελήσει να κατέβει στη γή, αν δεν είχε προπαρασκευασθεί η Παρθένος, αν δεν υπήρχε δηλαδή εκείνος που θα τον υποδεχόταν, και θα μπορούσε να διακονήσει στη σωτηρία. Κι ούτε πάλι ήταν δυνατό να πραγματοποιηθεί το θέλημα του Θεού για τη σωτηρία μας, αν δεν πίστευε σε αυτό η Παρθένος και δεν δεχόταν να διακονήσει. Αυτό γίνεται φανερό από το ότι ο μεν Γαβριήλ με το “χαίρε” που είπε στην Παρθένο και με το γεγονός ότι την ονόμασε “κεχαριτωμένη” τελείωσε την αποστολή του, φανέρωσε ολόκληρο το μυστήριο.
Όση όμως ώρα η Παρθένος ζητούσε να μάθει τον τρόπο, με τον οποίο θα γινόταν η κύηση, ο Θεό δεν κατερχόταν. Ενώ τη στιγμή που πείσθηκε κι αποδέχτηκε την πρόσκληση, ολόκληρο το έργο με μιας πραγματοποιήθηκε: Ο Θεός πήρε επάνω Του σαν ενδυμασία τον άνθρωπο κι έγινε μητέρα του Κτιστού η Παρθένος.
Αλλά το ακόμη πιο θαυμαστό είναι το εξής: ο Θεός ουτε προειδοποίησε τον Αδάμ ούτε τον έπεισε να του δώσει την πλευρά, από την οποία έπρεπε να δημιουργηθεί η Εύα. Τον εκοίμισε κι έτσι, έχοντας του αφαιρέσει τις αισθήσεις, του απέσπασε το μέλος. Ενώ για να προχωρήσει στη δημιουργία του Νέου Αδάμ εδίδαξε προηγουμένως την Παρθένο και περίμενε την πίστη και την παραδοχή της.
Για τη δημιουργία του Αδάμ πάλι συσκέπτεται με τον μονογενή Υιό λέγοντας: “ποιήσωμεν άνθρωπον”. Όταν όμως χρειάσθηκε να “εισαγάγη τον πρωτότοκον”- αυτόν τον “θαυμαστόν Σύμβουλον”- εις την οικουμένην”, όπως λέγει ο Παύλος , και να πλάσει τον δεύτερο Αδάμ, παίρνει στην απόφαση του αυτή συνεργάτη την Παρθένο. Έτσι τη μεγάλη εκείνη “βουλή” του Θεού, για την οποία ομιλεί ο Ησαΐας, την ανήγγειλε ο Θεός και την επεκύρωσε η Παρθένος. Και με αυτόν τον τρόπο η σάρκωση του Λόγου ήταν έργο όχι μόνο του Πάτρος, που “ευδόκησε”, και της Δυνάμεως του, που “επεσκίασε”, και του Πνεύματος, που “επεδήμησε”, αλλά και της θελήσεως και της πίστεως της Παρθένου. Γιατί, όπως χωρίς εκείνους δεν ήταν δυνατόν να υπάρξει και να προσφερθεί στους ανθρώπους η απόφαση για τη σάρκωση του Λόγου, έτσι χωρίς την προσφορά της θελήσεως και της πίστεως της Πανάγνου ήταν αδύνατη η πραγματοποίηση της θείας βουλής.

Πηγή:http://www.egolpion.com/xairei_parthenos.el.aspx

Το θείον Πυρ..

(Μνήμη Αγίου Ιγνατίου τον θεοφόρου)
γέροντος ιωσήφ του ησυχαστή

Το μοναδικό έπιπλο του αγίου! 



     Με την είσοδο των προεορτίων των Χριστουγέννων, έχομε και την μνήμη του Αγίου ενδόξου Ιερομάρτυρος Ιγνατίου του Θεοφόρου, ενός εκ των Αποστολικών Πατέρων. Και ενθυμήθηκα μία περικοπή από τους λόγους του Κυρίου μας, πού αρμόζει στην αυριανή εορτή. Μη νομίσητε ότι ήλθον, είπε κάποτε ο Ιησούς μας, βαλείν ειρήνην επί την γην ουκ ήλθον βαλείν ειρήνην αλλά μάχαιραν (Ματθ. 10, 34). Και αφού είπε τους τρόπους της διαιρέσεως πού ήλθε να προκαλέση, όπως ερμηνεύονται φυσικά κατά την ιερά μας παράδοσι, προσέθεσε. Πυρ ήλθον βαλείν επί την γην και τι θέλω ει ήδη ανήφθη (Λουκ. 12,49). Περί αυτού του πυρός ακριβώς είναι ο λόγος, γιατί πολύ απασχολεί τουλάχιστον εμάς τους μοναχούς.
Το δοξαστικό του Αγίου Ιγνατίου αναφέρει τα εξής· «Ουκ εστίν εν εμοί πυρ φιλόυλον, ύδωρ δε μάλλον ζών, και λαλούν εν εμοί, ένδοθέν μοι λέγον - Δεύρο προς τον πατέρα.» Και γενικά η ακολουθία, όπως θα παρακολουθήσετε, είναι μια έξαρσι θεουργικού έρωτος, πού πάλλει μέσα στην καρδία αυτού του μεγάλου φωστήρος. Γιατί αναφέρει η παράδοσι, ότι αυτός ο Άγιος ήταν ένα οπό τα παιδιά εκείνα, τα οποία εδέχθη ο Ιησούς μας στις αγκάλες Του.
     Όταν κάποτε τον ερωτούσαν οι μαθηταί Του για τα πρωτεία και ποιες είναι οι αξίες τους στο μέλλον, κατά τον τρόπο πού ημορούσαν να συλλάβουν τότε το νόημα, επηρεασμένοι από τις ιουδαϊκές παραδόσεις, τότε, προσκαλεσάμενος ο Ιησούς παιδίον έστησε αυτό εν μέσω αυτών και είπεν ος αν δέξηται παιδίον τοιούτον εν επί τω ονόματί μου, εμέ δέχεται (Ματθ. 18,2,5). Και πάλιν άφετε τα παιδία και μη κωλύετε αυτά ελθείν προς με (Ματθ. 19,14). Ένα λοιπόν από τα παιδιά ήτο αυτός ο Άγιος, ο μετέπειτα Θεοφόρος.
Γι᾽ αυτό και ωνομάσθη Θεοφόρος, επειδή έφερε τον Θεό. Αλλά και πάντες οι Άγιοι Θεοφόροι είναι, διότι ο αγιασμός τούτο σημαίνει Θεοφόρος και Θεολόγος. Η Χάρις του Αγίου Πνεύματος ενοικεί μέσα στην ψυχή του ανθρώπου και τον καταξιώνει να ονομάζεται έτσι, διότι φέρει εντός του τον Θεό. Και αυτή η Χάρις, πού ενοικεί μέσα του, τον διδάσκει τα μυστήρια της Θεολογίας γενικά, αυτά πού είναι δόγματα της πίστεως.
Ειδικά όμως, εμάς τους μοναχούς μας απασχολεί αυτό. Πότε και εμείς θα ιδούμε μέσα μας εάν άναψε αυτό το πυρ; Άλλοτε ο Κύριος το ονομάζει ύδωρ αλλόμενον, όπως ερμήνευσε στην Σαμαρείτιδα. Όπου αναβλύση αυτό, ποτέ δεν τελειώνει και αυτό ακριβώς είναι η Θεία Χάρις. Και ειδικά εκείνη, η οποία συνδέει εμάς με την απόλυτο - ανθρωπίνως ερμηνεύομε - αγάπη του Ιησού μας, του κέντρου της αγάπης και όλου του ενδιαφέροντός μας.
Γι᾽ αυτό στενάζομε και εμείς, περιφερόμενοι εις αυτούς τους τόπους, στους οποίους μας οδήγησε Αυτός. Διότι όταν εξυπνήσαμε και εγνωρίσαμε περί τίνος πρόκειται, έγινε και σε μας αυτό πού λέει ο Απόστολος Ιωάννης. Ημείς αγαπώμεν Αυτόν ότι Αυτός πρώτος ηγάπησε ημάς (Α᾽ Ιωάν. 4,19). Και πραγματικά, πρώτος Αυτός ηγάπησε και γι᾽ αυτό μας εκάλεσε, όπως σας ερμήνευσα και άλλοτε. Δεν είναι απλή η κλήσι μέσα στην ψυχή, αλλά είναι προσωπική επέμβασι της μακαριάς Θεότητος.
Τώρα μας απασχολεί το πώς πρακτικά και εμείς θα μπορέσωμε να συμβάλωμε. Διότι από μέρους της Χάριτος αυτό υπάρχει. Το ότι έγινε η κλήσι μας και ότι ημπορούμε και ευρισκόμεθα εδώ και συνεχίζομε παρά τις ασθενείς δυνάμεις μας, αυτό είναι εγγύησι και η απόδειξι μάλλον της πλήρους από μέρους της Χάριτος λειτουργίας. Ο,τι εξαρτάται από τον Θεό, γίνεται απολύτως προς εμάς.
     Τώρα μένει το δεύτερο σκέλος, πού είναι το εξ ημών ή *, κατά την γνώμην των Πατέρων. Αυτό είναι πού πρέπει να καταβάλωμε εμείς, ούτως ώστε να συνεργαστούν αυτοί οι δύο παράγοντες, η ενέργεια της Θείας Χάριτος, πού γίνεται κατ᾽ ευδοκία και αγάπη του Θεού, και η προαίρεσι η σωστή από μέρους του ανθρώπου, πού αποδέχεται την κλήσι και υποτάσσεται στο Θείο θέλημα. Όταν αυτά τα δύο συναντηθούν καταλλήλως όπως ο Θεός ξέρει, τότε επιτυγχάνεται ακριβώς στην ψυχή του ανθρώπου η ενοίκησι της Θείας Χάριτος και τον επαναφέρει στην πρώτη του κατάστασι. Καταργείται τότε το θνητόν υπό της ζωής και η καινή κτίσις, ο Ιησούς μας ζη και λαλεί μέσα στον άνθρωπο. Και τότε γίνεται η ανάστασι. Αυτός πλέον ο άνθρωπος, είναι αυτός πού έλαβε Αυτόν (Ιωάν. 1,12) και ο Ιησούς του έδωσε εξουσίαν τέκνον Θεού γενέσθαι. Και ερμηνεύει. «Ουκ εκ θελήματος σαρκός, ουδέ εκ θελήματος ανδρός, άλλ᾽ εκ Θεού» (Ιωάν. 1,13) έγινε αύτη η γέννησι. Και γίνεται ο άνθρωπος πράγματι τέκνο και φίλος Θεού.
Αυτός είναι και ο στόχος μας. Και δεν θα παύσω να σας ενθυμίζω, ότι δεν πρέπει να σταματήσωμε όσο ζούμε να προσπαθούμε στο πώς θα επιτύχωμεν αυτό.
Και τότε είμεθα μοναχοί. Αυτή είναι η ερμηνεία του πραγματικού μονάχου. Αν και ζη στον κόσμο αυτό, είναι εκτός κόσμου, γιατί αντιστρατεύεται τις επιθυμίες του παλαιού ανθρώπου και προσπαθεί να εκδυθή, κατά το δυνατό, όλα τα συστήματα και τις ενέργειες του και να ενδυθή τον καινό άνθρωπο τον κατά Θεόν κτισθέντα (Εφεσ. 4,42). Τα δείγματα της παρουσίας του καινού ανθρώπου, είναι ακριβώς το πυρ αυτό το οποίο άναψε ο Ιησούς μας με την παρουσία Του εδώ, και όπως μας ερμήνευσε ο ίδιος, επιθυμούσε αυτή την ώρα πού το έλεγε, να το έβλεπε αναμμένο στην τετραπέρατο κτίσι και να πυρπολή όλων των ανθρώπων τις καρδιές. Δυστυχώς όμως η πλειονότης των ανθρώπων δεν έδειξε ενδιαφέρο.
Σε μας όμως, εδόθη ο κλήρος αυτός. Και έτσι με όλες μας τις δυνάμεις θα προσπαθούμε όσο υπάρχομε, να το ιδούμε και σε μας αναμμένο. Γιατί αν αυτό ανάψη, όπως λέει ο Άγιος Ιγνάτιος, θα μας αναβίβαση προς τον Πατέρα. Εφ᾽ όσο εκ μέρους του Θεού, εκ μέρους της Χάριτος, όλα ορθά λειτουργούν και δεν υπάρχει λάθος, τότε εάν δεν επιτυγχάνεται ο σκοπός, το σφάλμα είναι ιδικό μας. Κάτι σε μας δεν πάει καλά και επομένως εδώ πρέπει να συγκεντρωθή όλο μας το ενδιαφέρο, όλη μας η έννοια, όλη μας η σπουδή, όλη μας η προσοχή. Γιατί να μην ανάβη το πυρ αυτό; Φαίνεται υπάρχει μέσα μας υγρασία, δηλαδή φιλαυτία, φιληδονία, εγωισμός. Συμβαίνει όπως με την αισθητή φωτιά. Δεν ανάβουν τα ξύλα όταν η εμπρηστική ύλη είναι υγρή. Πρέπει να στέγνωση.
     Και εμείς ακριβώς τώρα πρέπει να προσέξωμε, διότι κάποια υγρασία υπάρχει και δεν ανάβει αυτή η πυρά. Διότι αν δεν αγαπήσωμε τον Θεό εξ ολοκλήρου, όπως μας παρεδόθη από την Εκκλησία μας, εξ όλης ψυχής, εξ όλης ισχύος, εξ όλης καρδίας, εξ όλης διανοίας και άρα και τον πλησίο μας όπως και τον εαυτό μας, δεν επιτυγχάνεται ο σκοπός είναι άστοχη η προσπάθεια μας. Γι᾽ αυτό βλέπετε, ότι από μέρους της Χάριτος τα πάντα είναι τέλεια. Ο Θεός με όλη την Θεοπρεπή του αγάπη και συμπάθεια, αγκαλιάζει τον άνθρωπο και από μέρους Του δεν υπάρχει τίποτε ελλιπές. Πρέπει όμως και από μέρους μας να συμβαίνει το ίδιο.
Παρούσης της φιλαυτίας, η οποία γεννά την περιεκτική φιληδονία του Εγώ, πού εκπροσωπεί τον παλαιό άνθρωπο, πού είναι τα πάθη και οι επιθυμίες, δεν ανάβει το Θείο πυρ. Όλη μας η σπουδή είναι να αποβάλωμε αυτές τις υγρασίες. Κάτω το εγώ, κάτω η φιλαυτία και η φιληδονία, πού είναι οι πόρτες πού εισήγαγαν την παρανομία και εδημιούργησαν την πτώσι και την φθορά. Κάτω τα αίτια του θανάτου και τα αίτια της φθοράς, για να ανάψη μέσα μας αυτό το πυρ.
Κάθε μέρα και κάθε νύκτα εξετάζετε τον εαυτό σας. Και όσο ζη μέσα αυτός ο εγωισμός, να μην δειλιάτε, αλλά συνεχώς να τον αποξέετε με οποιονδήποτε τρόπο μπορείτε, έως ότου, χάριτι Θεού, να τον κρημνίσωμε. Γιατί αν δεν πέσουν αυτές οι ρευστότητες, δεν θα ιδούμε μέσα μας αυτό το πυρ και τότε φυσικά σαν να αποδιώξαμε, δηλαδή δεν απεδέχθημεν την κλήσι του Θεού, αν και Αυτός την έχει δώσει κατ᾽ επανάληψι. Αυτή είναι η σπουδή μας.
Πώς είναι δυνατό να πιστέψωμε ότι αγαπάμε τον Θεό με όλες μας τις δυνάμεις, εφ᾽ όσο δεν παραμερίζομε τις ιδιοτέλειες; Όταν υπάρχει ιδιοτέλεια, τότε ο άνθρωπος ζη για το άτομο του και όχι για την αγάπη του Θεού και προτιμά κάτι, πού αρέσει πρώτα εις αυτόν και μετά εκείνο πού αρέσει στον Θεό. Οπόταν, εκείνος ο οποίος πηγαίνει με πλάγια μέσα προς Εμέ, θα πάω και Εγώ με πλάγια μέσα προς αυτόν, λέει ο Θεός και μόνο τους δοξάζοντάς με δοξάσω. Οι υπόλοιποι πού φαίνονται ότι με εξουθενούν, ατιμασθήσονται.
Όλη μας λοιπόν η σπουδή να είναι εδώ κάθε τι πού είναι θέλημα του Θεού, προηγείται. Εδώ δεν χωράει καμμιά συγκατάβασι. Αυτό ορκίσθημεν, αυτό ετάξαμε από την αρχή. Εάν παρασυρθήκαμε, δεν είναι παράδοξο. Δεν είναι εύκολο ο άνθρωπος με μια προαίρεσι να μεταφερθή στην απάθεια. Είναι δύσκολο πράγμα. Βλέπετε μεγαλώσαμε μέσα στα συστήματα του παλαιού ανθρώπου, και εσκληρύνθησαν μέσα μας οι παμπόνηρες έξεις και οι συνήθειες. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό
είναι και η δύναμι της αμαρτίας, πού εμφωλεύει μέσα στα μέλη μας. Η τραγική αυτή ανταρσία, πού εφυτεύθη μεταπτωτικά μέσα στον άνθρωπο και του δημιουργεί συνεχή πάλη. Επομένως θα έχωμε το νου μας εις αυτούς τους τρόπους της ανταρσίας, του αντιστρατευομένου νόμου, πού βρίσκεται μέσα στα μέλη μας και μας πιέζει να μην πειθαρχήσωμε στον Θεό. Εδώ είναι όλη η τιτανομαχία, όλη μας η πάλη, η μάχη, όλη μας η προσοχή. Δεν θα παρασυρθούμε «ει και πάντα ημίν έξεστιν άλλ᾽ ουκ εξουσιασθησόμεθα υπό τίνος».
     Αυτό είναι το σύνθημα των Πατέρων μας, το οποίο κάθε μέρα αναγινώσκομε. Θα συνεχίσωμε την πορεία μας αυτή με εστραμμένη την ελπίδα μας στον Πανάγαθο Δεσπότη, ο οποίος όχι μόνο τώρα πρακτικά, πού τον βλέπομε, αλλά και πριν ξυπνήσωμε να τον ιδούμε, εγνώριζε με την Θεοπρεπή Του μεγαλωσύνη, ότι είμεθα ευτελείς και ουτιδανοί και όμως δεν μας απεστράφη. Αυτός είναι ο θρίαμβος του καυχήματος μας και η μεγάλη μας ελπίδα. Ότι, παρ᾽ όλο πού ήξερε ότι είμαστε τόσο ευτελείς και αδύνατοι, δεν μας εβδελύχθη, αλλά μας έδωσε τον κλήρο της κλήσεως Του, όπως τον έδωσε στους εκλεκτούς. Και αυτό μας γεννάει, εν μέρει, την μακαριά ελπίδα ότι οπωσδήποτε θα πετύχωμε, εφ᾽ όσον Αυτός μένει μαζί μας και μας δικαιώνει.
Βλέποντας την μικρή μας πρόθεσι, Αυτός θα συνέχιση μέχρι τέλους και στο μέλλο θα μας δοξάση, όπως υπόσχεται με την αγαθότητα Του.

* αυτό πού, βέβαια, προέρχεται από μαςή, δηλαδή τη θέληση, την προαίρεση μας

St. John Maximovitch-Stand Fast and Watch


Stand fast on spiritual watch, because you don’t know when the Lord will call you to Himself. In your earthly life be ready at any moment to give Him an account. Beware that the enemy does not catch you in his nets, that he not deceive you causing you to fall into temptation. Daily examine your conscience; try the purity of your thoughts, your intentions.
There was a king who had a wicked son. Having no hope that he would change for the better, the father condemned the son to death. He gave him a month to prepare.
The month went by, and the father summoned the son. To his surprise he saw that the young man was noticeably changed: his face was thin and drawn, and his whole body looked as if it had suffered.
“How is it that such a transformation has come over you, my son?” the father asked.
“My father and my lord,” replied the son, “how could I not change when each passing day brought me closer to death?”
“Good, my son,” remarked the king. “Since you have evidently come to your senses, I shall pardon you. However, you must maintain this vigilant disposition of soul for the rest of your life.”
“Father,” replied the son, “that’s impossible. How can I withstand the countless seductions and temptations?”
Then the king ordered that a vessel be brought, full of oil, and he told his son:
“Take this vessel and carry it along all the streets of the city. Following you will be two soldiers with sharp swords. If you spill so much as a single drop they will cut off your head.”
The son obeyed. With light, careful steps, he walked along all the streets, the soldiers accompanying him, and he did not spill a drop.
When he returned to the castle, the father asked,
“My son, what did you see as you were walking through the city?”
“I saw nothing.”
“What do you mean, ‘nothing’?” said the king.
“Today is a holiday; you must have seen the booths with all kinds of trinkets, many carriages, people animals…”
“I didn’t notice any of that,” said the son. “All my attention was focussed on the oil in the vessel. I was afraid to spill a drop and thereby lose my life.”
“Quite right, my son,” said the king. “Keep this lesson in mind for the rest of you life. Be as vigilant over your soul as you were today over the oil in the vessel. Turn your thoughts away from what will soon pass away, and keep them focused on what is eternal. You will be followed not by armed soldiers but by death to which we are brought closer by every day. Be very careful to guard your soul from all ruinous temptations.”
The son obeyed his father, and lived happily.
Watch, stand fast in the faith, quit you like men, be strong. (I Cor. 16:13).
The Apostle gives Christians this important counsel to bring their attention to the danger of this world, to summon them to frequent examination of their hearts, because without this one can easily bring to ruin the purity and ardor of one’s faith and unnoticeably cross over to the side of evil and faithlessness.
Just as a basic concern is to be careful of anything that might be harmful to our physical health, so our spiritual concern should watch out for anything that might harm our spiritual life and the work of faith and salvation. Therefore, carefully and attentively assess your inner impulses: are they from God or from the spirit of evil? Beware of temptations from this world and from worldly people; beware of hidden inner temptations which come from the spirit of indifference and carelessness in prayer, from the waning of Christian love.
If we turn our attention to our mind, we notice a torrent of successive thoughts and ideas. This torrent is uninterrupted; it is racing everywhere and at all times: at home, in church, at work, when we read, when we converse. It is usually called thinking, writes Bishop Theophan the Recluse, but in fact it is a disturbance of the mind, a scattering, a lack of concentration and attention. The same happens with the heart. Have you ever observed the life of the heart? Try it even for a short time and see what you find.
Something unpleasant happens, and you get irritated; some misfortune occurs, and you pity yourself; you see someone whom you dislike, and animosity wells up within you; you meet one of your equals who has now outdistanced you on the social scale, and you begin to envy him; you think of your talents and capabilities, and you begin to grow proud… All this is rottenness: vainglory, carnal desire, gluttony, laziness, malice-one on top of the other, they destroy the heart.
And all of this can pass through the heart in a matter of minutes. For this reason one ascetic, who was extremely attentive to himself, was quite right in saying that
“man’s heart is filled with poisonous serpents. Only the hearts of saints are free from these serpents, the passions.”
But such freedom is attained only through a long and difficult process of self-knowledge, working on oneself and being vigilant towards one’s inner life, i.e., the soul.
Be careful. Watch out for your soul! Turn your thoughts away from what will soon pass away and turn them towards what is eternal. Here you will find the happiness that your soul seeks, that your heart thirsts for.
(Translated from Pravoslavnaya Rus) and taken from
ORTHODOX AMERICA, Vol. XIV, No. 2-3, September-October, 1993
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...