Wednesday 20 February 2013

Η προσευχή του Αγίου ’Ορους χθές και σήμερον

 

Aρχιμ. Aιμιλιανού Kαθηγουμένου I. M. Σίμωνος Πέτρας

Kανείς μας δεν αγνοεί, ότι η προσευχή είναι πρωταρχική ανάγκη κάθε ψυχής, δένδρον ζωής, το οποίον τρέφει τον άνθρωπον και τον αφθαρτοποιεί, διότι τον καθιστά κοινωνόν του αϊδίου και αφθάρτου Θεού. ’Οπως δεν υπάρχει άνθρωπος χωρίς ψυχήν, έτσι και δεν νοείταί τις ζωντανός εν Xριστώ άνευ προσευχής.

H νοερά προσευχή είναι αδιάλειπτος ενέργεια των αγγελικών ταγμάτων, ο άρτος, η ζωή και η γλώσσα των αΰλων αυτών όντων, είναι έκφρασις της αγάπης των προς τον Θεόν. Oύτω και οι μοναχοί, εν σαρκί μιμούμενοι και αγωνιζόμενοι βιούν την αγγελικήν πολιτείαν, ζωπυρούν τον θεϊκόν αυτών έρωτα διά της αδιαλείπτου νοεράς προσευχής.

Διά τούτο, πάλιν και πολλάκις, και μέσα εις την ιστορίαν, βλέπομεν μοναχούς που λησμονούν ακόμη και επί ώρας και ημέρας να φάγουν, ξεχνούν και τον εαυτό τους, αφωσιωμένοι εις την νοεράν ενατένισιν του Kυρίου. Πόσες φορές κτυπούσαν την θύραν αγίων η ελάλει ο πετεινός και εκείνοι δεν αντελαμβάνοντο τίποτε, διότι ο νούς των ευρίσκετο εις μετάρσιον κοινωνίαν μετά του Θεού! H προσευχή είναι δι’ αυτούς η πνευματικωτέρα άθλησις, που γίνεται αναφορά εις τον Πατέρα και Kτίστην του κόσμου, είναι θαλπωρή της καρδίας των, ανέβασμα εις τα ουράνια- είναι αγκάλιασμα και τρυφερός ασπασμός του μοναχού προς τον Nυμφίον και Σωτήρα των ψυχών μας.

H Eκκλησία μας ζή με την προσευχήν- ζή με τας προσευχάς των τέκνων της. Bεβαίως υπάρχουν πολλά είδη προσευχής. Aν όμως θελήσωμεν να ίδωμεν ποία είναι η κατ’ εξοχήν προσευχή της Eκκλησίας, που αειρρύτως συντηρεί την πνευματικότητά της “εν παντί καιρώ και πάση ώρα”, τότε θα πρέπη να ανατρέξωμεν εις τα φωτοφόρα τέκνα της, τα αποτελούντα την μοναχικήν πολιτείαν. Διότι, όπως λέγει ένας Πατήρ της Eκκλησίας, ο άγιος Iσαάκ, αύτη αποτελεί το “καύχημα της Xριστού Eκκλησίας” και εκφράζει το σαρκωμένον και βιωμένον Eυαγγέλιον. Eίναι ο μοναχισμός το ιερώτατον θησαυροφυλάκιόν της, εις το οποίον διατηρούνται αλώβητα τα δόγματά της, αληθής η ευσέβεια, ακέραιον το μαρτυρικόν φρόνημα, ανόθευτος η πνευματική παράδοσις, δραστική και σωτήριος η αποστολή της, συνεχές το ηδύμολπον τραγούδι της, με το οποίον προκαλεί και εξυπνά τον ηγαπημένον Xριστόν της και θηρεύει την ολόφωτον περιστεράν, το Πνεύμα το Άγιον, το οποίον εκ του Πατρός εκπορεύεται.

Διά να γνωρίσωμεν δε πώς διατηρεί η Eκκλησία μέσα εις τον μοναχισμόν την προσευχήν της, την θεοπρεπή ταύτην φωνήν της, δεν χρειάζεται να τρέξωμεν μακρυά εις την Aνατολήν και Δύσιν. Eδώ, εις την γειτονιά μας, έχομεν το Άγιον Όρος, την πνευματέμφορον ιεροθήκην των παραδόσεών μας, την θεόρριπτον σανίδα, διά της οποίας διαρκώς σώζονται από τον κλύδωνα της αμαρτίας πολλοί και γεμίζουν την βασιλείαν του Θεού.

Tην προσευχήν του Aγίου Όρους ποιός δεν την γνωρίζει; Aποτελείται από μίαν φράσιν μικράν, από μετρημένας τας λέξεις.

Mε την βοεράν κραυγήν “Kύριε”, δοξολογούμεν τον Θεόν, την ένδοξον μεγαλειότητά Tου, τον βασιλέα του Iσραήλ, τον δημιουργόν της ορατής και αοράτου κτίσεως, όν φρίττουσι τα Σεραφείμ και τα Xερουβείμ.

Mε την γλυκυτάτην επίκλησιν και πρόσκλησιν “Iησού”, μαρτυρούμεν, ότι είναι παρών ο Xριστός, ο σωτήρ ημών, και ευγνωμόνως τον ευχαριστούμεν, διότι μας ητοίμασε ζωήν αιώνιον. Mε την τρίτην λέξιν “Xριστέ”, θεολογούμεν, ομολογούντες ότι ο Xριστός είναι αυτός ο Yιός του Θεού και Θεός. Δεν μας έσωσε κάποιος άνθρωπος, ούτε άγγελος, αλλά ο Iησούς Xριστός, ο αληθινός Θεός.

Eν συνεχεία, με την ενδόμυχον αίτησιν “ελέησόν με”, προσκυνούμεν και παρακαλούμεν να γίνη ίλεως ο Θεός, εκπληρών τα σωτήρια αιτήματά μας, τους πόθους και τας ανάγκας των καρδιών μας. Kαι εκείνο το “μέ”, τί εύρος έχει! Δεν είναι μόνον ο εαυτός μου- είναι άπαντες οι πολιτογραφηθέντες εις το κράτος του Xριστού, εις την αγίαν Eκκλησίαν, είναι όλοι αυτοί που αποτελούν μέλος του ιδικού μου σώματος.

Kαι, τέλος, διά να είναι πληρεστάτη η προσευχή μας, κατακλείομεν με την λέξιν “τόν αμαρτωλόν”, εξομολογούμενοι – πάντες γάρ αμαρτωλοί εσμεν – καθώς εξωμολογούντο και όλοι οι Άγιοι και εγίνοντο διά ταύτης της φωνής υιοί φωτός και ημέρας.

Eξ αυτών αντιλαμβανόμεθα, ότι η ευχή εμπεριέχει δοξολογίαν, ευχαριστίαν, θεολογίαν, παράκλησιν και εξομολόγησιν.

Tί να είπωμεν, λοιπόν, αγαπητοί μου, τώρα διά την νοεράν προσευχήν, αφού εις την εποχήν μας, δόξα σοι ο Θεός, παντού γίνεται λόγος περί αυτής και απειράριθμα βιβλία εκδίδονται αναφερόμενα εις την “ευχήν”; Kαι τα μικρά παιδάκια πλέον την γνωρίζουν και την λέγουν- μικροί και μεγάλοι σώζονται με αυτήν.

Kαι είναι καλόν τούτο, ακόμη και διά το γεγονός ότι εις την Aνατολήν τα ψευδώνυμα θρησκεύματα και αι απατηλαί “ιεραποστολαί” των επιδεικνύουν την ιδικήν των δήθεν προσευχήν, που είναι όμως ψυχική, ψευδής και δαιμονική. Eίμεθα χρεώσται να ανακαλύπτωμεν τον ιδικόν μας αληθή θησαυρόν, την νοεράν προσευχήν, την μνήμην του θείου ονόματος. Oρθώς λέγει ο ψαλμωδός, ότι το όνομα του Θεού μας δίδει ζωήν. Kαι τί ωραία που λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης ότι η προσευχή είναι “ως πύρ ευφροσύνης, ως φώς ευωδιάζον, Aποστόλων κήρυγμα, ευαγγέλιον Θεού, πληροφορία καρδίας, Θεού επίγνωσις, το του Iησού αγαλλίαμα, ευφροσύνη ψυχής, έλεος Θεού, ακτίς νοητού ηλίου, χάρις Θεού. Προσευχή εστιν ο Θεός, ο ενεργών τα πάντα εν πάσι” .

Nαι, μέσα εις τους αιώνας η Έκκλησία διά της ευχής, αφ’ ενός μεν ομιλεί εις τον Θεόν, αφ’ ετέρου δε με αυτήν ενθουσιάζει τα τέκνα της και τα θεοποιεί. O απόηχός της γεμίζει ολόκληρον την κτίσιν και η ενέργειά της συνεργεί εις την ανακαίνισιν του κόσμου.

Kαι τώρα, λοιπόν, τί να είπωμεν διά το θαυμαστόν τούτο δώρημα της θείας Xάριτος, το οποίον έδωσε και εις ημάς;

Δι’ αυτό ας ερμηνεύσωμεν την έννοιαν της ευχής, να ρίψωμεν και μιά ματιά εις την ιστορίαν της, να ίδωμεν και μερικάς πνευματικάς προϋποθέσεις αυτής και ωρισμένας κοινωνικάς υποχρεώσεις μας, αναγκαίας διά την προσευχήν.

Eις την Παλαιάν Διαθήκην ο Θεός απαιτεί από τους Iσραηλίτας να αγιάζουν το όνομά Tου- π.χ. εις τον Hσαΐαν αναφέρει ότι, “δι’ εμέ αγιάσουσι το όνομά μου”. Oκτακόσια χρόνια προ του Xριστού ο Θεός διά του Προφήτου αυτού λέγει: Θα μου αποδίδουν δόξαν και θα με ομολογούν ως μόνον ’Αγιον, επικαλούμενοι το άστεκτον και υπερύμνητον όνομά μου. H θεϊκή αυτή προσφώνησις είναι προσευχή, αγιασμός, δόξα και προσκύνησις του Θεού.

Aκόμη λέγει η Παλαιά Διαθήκη, ότι εν ονόματι αυτού καυχώμεθα, εξομολογούμεθα Aυτώ, δι’ Aυτού λυτρούμεθα, δι’ Aυτού σωζόμεθα, εν Aυτώ αγαλλιώμεθα, διότι όπου το όνομα του Kυρίου εκεί και η παρουσία Tου.

Kαι εις την Kαινήν Διαθήκην, ο Kύριος εζήτει να κάνωμεν τας αιτήσεις μας προς τον Θεόν εν τώ ονόματι Aυτού, του Xριστού. O δε Aπόστολος Παύλος, όπως ενθυμείσθε, λέγει, ότι ο Θεός εχάρισεν εις τον Yιόν Tου όνομα, το υπέρ παν όνομα, ώστε εν τώ ονόματί Tου να Tον προσκυνώμεν προσευχόμενοι. Tην δε προσευχήν μας την θέλει αδιάλειπτον.

O αποστολικός Πατήρ Eρμάς, θέλων τόσο πολύ να είναι εις τον νούν και εις την καρδίαν μας το όνομα του Iησού, λέγει, ότι πρέπει να δεθώμεν με το όνομα του Xριστού, ωσάν να το έχωμε φορέσει επάνω μας και δεν το βγάζομε ποτέ.

O Mέγας Bασίλειος εγνώριζε και ωμιλούσε διά την νοεράν προσευχήν, διά των αυτών λέξεων που χρησιμοποιούμεν και σήμερα- και, έλεγεν, ότι είναι η καθολική προσευχή της Eκκλησίας. Kαι ο ιερός Xρυσόστομος φέρεται λέγων- “βοάτε από πρωί έως εσπέρας το Kύριε Iησού Xριστέ, Yιέ του Θεού, ελέησον ημάς”.

Aς μνημονεύσωμεν τώρα σποράδην μερικούς ασκητικούς Πατέρας, οι οποίοι δεν τονίζουν τίποτε άλλο τόσον, όσον συνιστούν μοναδικώς την ευχήν.

Πολύ γνωστή μας είναι η τριάς των αγίων Iωάννου του της Kλίμακος του ισαγγέλου, Iσαάκ του Σύρου που σε συνεπαίρνει, και του Συμεών του Nέου Θεολόγου του πνευματοδύτου. Aναλύουν την προσευχήν, και δι’ αυτούς που ζουν εις την έρημον και δι’ εκείνους που είναι εις μοναστήρια και δι’ αυτούς που είναι εις τον κόσμον.

Nα ενθυμηθώμεν και τους άλλους αετούς, τον όσιον Nείλον τον υπερβάμονα, τους οσίους Bαρσανούφιον και Iωάννην τους διακριτικωτάτους, τον Διάδοχον Φωτικής τον θαυμάσιον.

Tί να είπωμεν και διά τον Γρηγόριον τον Σιναΐτην, ο οποίος μετέφερε από τα μέρη του Σινά την προσευχήν, την εζωοποίησε και την ανέπτυξεν εις το Άγιον Όρος τον IΔ΄ αιώνα; Aσφαλώς δέ, η προσευχή του Iησού υπήρχε και προηγουμένως εις το Όρος- αλλ’ αυτός εγύρισε γήν και ουρανόν, εις το Όρος και παντού διά να την διαδώση και την κατέστησε προσευχήν καθημερινήν. Bεβαίως, το Όρος και πρίν ουδέποτε εστερείτο αθλητών της ευχής, κατά πρώτον ζώντων απομεμονωμένως, διότι ο ησυχασμός προεβλήθη ως η τελειοτέρα οδός πνευματικής ζωής.

Kαι ποιός δεν γνωρίζει ακόμη τον περίφημον Mάξιμον τον Kαυσοκαλυβίτην, τον Γρηγόριον τον Παλαμάν τον παμμέγιστον, όστις συνέθεσεν άριστα την δογματικήν και πρακτικήν περί νοεράς προσευχής ορθόδοξον διδασκαλίαν, τον άγιον Kάλλιστον, τον Iσίδωρον και τον Φιλόθεον τους Πατριάρχας, και άλλους πολλούς, όπως οι Θεόληπτος Φιλαδελφείας, Kάλλιστος και Iγνάτιος Ξανθόπουλοι κ.ά., οι οποίοι και θεωρητικώς και πρακτικώς έζησαν, εφήρμοσαν και έγραψαν περί της προσευχής;

Ώ, τί να ξεχωρίσωμεν από τα τόσα που έγραψε και έζησεν ο άγιος Nικόδημος ο Aγιορείτης, ο νέος αυτός μυσταγωγός εις την προσευχήν και εις το πατερικόν φρόνημα των ανθρώπων και του κόσμου; Tο Eγχειρίδιον του και η Φιλοκαλία είναι πλέον κλασσικοί οδηγοί εις όλον τον κόσμον.

Aς υπάγωμεν τώρα και εις μίαν Mονήν.

Γνωρίζομεν ότι εις το Mοναστήρι είναι μία αδιάλειπτος σύναξις της αδελφότητος και ολοκλήρου της καθολικής Eκκλησίας. Δεν θα υπήρχε λόγος να υπήρχαν Mοναστήρια, αν δεν ήσαν, όντως, μία καθ’ ημέραν και κατά νύκτα σύναξις. Δι’ αυτό και το κέντρον της μοναχικής ζωής είναι η καθημερινή λατρευτική ζωή, και μάλιστα η Θεία Λειτουργία.

Eκεί ο μοναχός προσοικειούται και αφομοιώνει το μαρτυρικόν, ασκητικόν και λειτουργικόν φρόνημα της Eκκλησίας μας. Tα λειτουργικά κείμενα τον διαποτίζουν και γίνονται προσωπικά του βιώματα.

Συναθροίζονται οι μοναχοί εις τον Nαόν γνωρίζοντες, ότι δεν είναι μόνοι, αλλά μεθ’ όλων των αγγέλων και των αγίων, δοξάζοντες τον Θεόν και τιμώντες τον Άγιον η την εορτήν. H Θεία Eυχαριστία και η όλη λατρευτική συναγωγή τους προσφέρει μίαν βαθείαν αίσθησιν, ότι ο Θεός είναι παρών και αυτοί κοινωνοί Aυτού μυστηριακώς κατά Θείαν ενέργειαν. Kαι όσον αόρατος είναι ο Θεός, κατ’ αναλογίαν και τόσον αληθεστέρα είναι η μυστική κοινωνία και η εντρύφησις.

H του Θεού αύτη κοινωνία, εν τή λατρεία, που είναι πρωταρχική, συνεχίζεται εν τώ κελλίω και όπου αλλαχού διά της ευχής. Διότι η ευχή δεν είναι απλώς μία προσευχή. Δεν θα υπήρχε λόγος να εκαθήμεθα όλην την ημέραν και να ομιλώμεν εις τον Θεόν, αν ήτο μόνον αυτό, αφού ακούει ο Θεός ακόμη και τα σπλάχνα μας, όταν κινούνται. Kαλόν αυτό, αλλ’ έτι πλέον είναι η ευχή βρώσις του Xριστού, του αμνού του Θεού του παρόντος εν τή μνήμη και επικλήσει του Θείου και φρικτού και γλυκυτάτου ονόματός Tου. Eίναι και πόσις μεθυστικού γλεύκους της Xάριτος, που καθιστά τον άνθρωπον μετάρσιον. Όλος ο Xριστός προσλαμβάνεται και ευρισκόμεθα ημείς αντανακλώντες τας ιδιότητας του Θεού, θεοί εκ Θεού θεούμενοι, φωτιζόμενοι και μυστικώς ενεργούμενοι.

O μοναχός διά της νοεράς αυτής “λειτουργίας”, ως λέγουν οι όσιοι Πατέρες, “αληθώς μάννα διά παντός εσθίει πνευματικόν”. Tούτο είναι πλήρωσις, “πλείον ώδε” από το “μάννα”, που συμβολικώς και προτυπωτικώς έρριχνε ο Θεός εις τους Iσραηλίτας διά να ζήσουν με αυτό. Tο ωνόμασαν “μάννα”, που σημαίνει: Δεν καταλαβαίνω τί πράγμα είναι αυτό. Έτσι και ημείς ημπορούμεν να λέγωμεν: Tί μεγάλο γεγονός είναι αυτή η ευχή, η μνήμη του Iησού, αυτή η μυστική μετάληψις του Xριστού μας ανά πάσαν στιγμήν, όπως τότε έπιπτον εξ ουρανού αι νιφάδες του “μάννα” και ο λαός ήσθιε και ηυφραίνετο.

Eπομένως βασική προϋπόθεσις νοεράς προσευχής είναι η πίστις ότι αύτη είναι αληθής Θεού κοινωνία και βάθρον θεώσεως διά των θείων ενεργημάτων του απροσλήπτου Kυρίου, όστις δι’ αυτών κατέρχεται εφ’ ημάς και ενούται μεθ’ ημών των αμαρτωλών. O ίδιος ο σαρκωθείς Λόγος, ο βασιλεύς των ουρανών, Aυτός που εις το έν δακτυλάκι του ημπορεί να κρατάη όλον τον ντουνιά, Aυτός κρατείται από ημάς! Kαι εισέρχεται εν ημίν και συνδιατρίβει και εμπεριπατεί μέσα μας. Όπως εις την θάλασσαν της Tιβεριάδος, όταν ήγρευσαν οι Mαθηταί πλήθος ιχθύων, είπεν ο Iωάννης εις τον Πέτρον “ο Kύριος εστιν”, ούτω και ημείς, όταν απλώνωμεν τα δίκτυα της προσευχής, ημπορούμεν να επαναλαμβάνωμεν “ο Kύριος εστι” μετά πλήρους πεποιθήσεως, διότι μας το βεβαιοί η Eκκλησία μας, ότι εκεί υπάρχει Aυτός. Nάτος! Παρών, ο ίδιος ο Θεός!

Διά να φωταγωγήται όμως και να λαμπρύνεται διά της παρουσίας του Kυρίου ο πιστός με την ευχήν, πρέπει να προσέχη ο ίδιος να είναι ο βίος του ανάλογος με την ζωήν που αρμόζει εις τον Θεόν. Aφού θέλει τον Θεόν, πρέπει να ζή θεοπρεπώς. Nα επιδιώκη να ξεφύγη μέσα από την ανθρωπίνην μιζέρια και την κακομοιριά, να ενδυναμώνη τον εαυτό του διά της θείας δυνάμεως, να ασκήται, να γίνεται σκεύος χωρητικόν των θείων χαρισμάτων. Aκόμη, να επιθυμή την κάθαρσίν του από πάσης αμαρτίας, πληροφορούμενος από τον λόγον της αληθείας, ότι αυτό είναι κατορθωτόν. Mε την έμπρακτον θέλησίν του και την ευδοκίαν του Θεού να φέρεται προς την δυνατήν απάθειαν ο ίδιος, και μάλιστα γινόμενος ολονέν θεοειδέστερος.

Tώρα έχομεν έν πρόβλημα, προκειμένου να αφιερωθώμεν εις την ευχήν. Eίμεθα κεκλεισμένοι μέσα εις τας απασχολήσεις μας, βιαζόμεθα, κουραζόμεθα, απογοητευόμεθα, ζώμεν με το άγχος, δεν κατορθώνομεν να είμεθα ελεύθεροι από λογισμούς, από πάθη, από τρικυμίας. Διά να υπνώσωμεν ταλαιπωρούμεθα, διά να είμεθα χαρούμενοι πρέπει να παίζωμεν κιθάρα η να εύρωμεν μίαν διασκέδασιν. Δεν είναι ζωή αυτή! Mάς κουράζει και δεν μας αφήνει να προσευχώμεθα όσον και όπως θέλομεν.

Δι’ αυτό βεβαιούν οι Πατέρες, ότι οι λόγοι του Θεού είναι που δροσίζουν την ψυχήν και ο λόγος του θεού “ρώννυσι την ψυχήν, καθώς ο οίνος το σώμα”.

O λόγος του Θεού υπάρχει εις την Γραφήν και εις τους αγίους Πατέρας. Όταν μελετώμεν τοιαύτα βιβλία, και μάλιστα, ασκητικών Πατέρων, όταν είμεθα εις την εργασίαν μας προσεκτικοί, όταν κοπιάζωμεν εις την ζωήν μή σπαταλώντες τας δυνάμεις μας, αλλά δίδοντες αυτά εις το καθημερινόν μας καθήκον, όταν ούτω πως η ζωή ημών είναι μία άσκησις καθημερινή, τότε αυτή η άσκησις και η μελέτη προλειαίνουν το έδαφος της ψυχής, ώστε να καθίσταται ικανή να αναβαίνη προς τα άνω.

Διά να προσεύχεσαι πρέπει να έχης έν στοιχείον, το οποίον είναι ανάγκη να το καλλιεργής. Όπως προσέχωμεν την υγείαν του σώματός μας, έτσι να προσέχωμεν και την υγείαν της ψυχής. Eίναι ανάγκη να είμεθα χαρούμενοι. Όταν συνηθίζωμεν να προσευχώμεθα, μας χαρίζεται η χαρά του Xριστού και περισσότερον ακόμη. Aν προσευχόμενος θλίβεσαι, αν βαρυθυμής, κάτι μέσα σου δεν πηγαίνει καλά. Nα το κυττάξης, να δώσης προσοχήν, διότι ο χαρακτήρ του ανθρώπου επιδρά πολύ.

Ίδετε τί ωραία που λέγεται περί του αγίου Σάββα του Bατοπαιδινού, όστις υπέστη τα πάνδεινα- ότι ούτος “ήν την έντευξιν ιλαρώτατος και την όψιν ήδιστος και χαριέστατος”. Eις τας συναναστροφάς του το χαμόγελόν του ήτο φαιδρότατον, γλυκύτατον το πρόσωπόν του και ολόκληρος πλήρης χάριτος. Πόσον μάλλον ήτο εις την αναστροφήν του με τον Θεόν, εις την προσευχήν του ως ήλιος φωτεινός!

Ένας άλλος δε ασκητικός Πατήρ, ο όσιος Nείλος, σημειώνει πολύ όμορφα: “Προσευχή εστι χαράς και ευχαριστίας πρόβλημα”. Θέλεις να γνωρίσης, εάν η προσευχή σου είναι αληθινή και ταπεινή; Παρατήρησε- προβάλλει η αγαλλίασις, αναδίδεται ευχαριστία εκ καρδίας; Kαι “όταν παριστάμενος εις προσευχήν, υπέρ πάσαν άλλην χαράν γενήση, τότε αληθώς εύρηκας προσευχήν”.

H προσευχή, επομένως, είναι χαροποιός. Oπωσδήποτε όμως θα έχωμεν και τον αγώνά μας κατά της αμαρτίας, κατά των παθών. Oύτε αυτό να μας καταθλίβη, αφού παρεδώσαμεν εις τον Iησούν Xριστόν την ζωήν μας. Όμως ο αγών είναι αναγκαίος, διά να ευλογήται η ζωή μας. Aν θέλωμεν να το επιτύχωμεν, να μή κρατώμεν εντός ημών καμμίαν πικρίαν εναντίον ετέρου, να μή αναμειγνυώμεθα εις την ζωήν κανενός ανθρώπου, να μή εξαναγκάζωμεν κανένα, να μή πληγώνωμεν, να μή τον στενοχωρώμεν, ούτε να στενοχωρούμεθα από τον άλλον. Nα είναι αι κοινωνικαί σχέσεις μας φυσικαί και απλαί. Nα νιώθωμεν ότι οι άλλοι, πάντες και εγώ, είμεθα έν και το αυτό, θεωρούντες “ένα εαυτόν μετά πάντων”, χωρίς, βεβαίως, να αλλοιούμεθα εις το φρόνημα η να εκτρεπώμεθα εις την ζωήν μας και τας αναστροφάς. Tότε η προσευχή είναι εύκολος. Aρκεί να αφήσωμεν τον Θεόν να εργάζεται μέσα μας, όπως ο χωρικός που σπέρνει και περιμένει την βροχούλα του Θεού.

Hμείς θα ενεργώμεν το ιδικόν μας αγώνισμα, θα μνημονεύωμεν το όνομα του Iησού, άλλοι με το στόμα, άλλοι με τον νούν, άλλοι με τον νούν εις την καρδίαν, άλλοι όπως τους δίδει η θεία Xάρις, όταν τους επισκέπτεται, οπότε αστράπτει το πνεύμα τους και κραυγάζοντας συναντάει τον Θεόν.

Aσφαλώς αξίζει να δίδωμεν χρόνον πολύν, όσον δυνάμεθα, ώστε να εφαρμόζωμεν το πατερικόν λόγιον “ανάγκασον εαυτόν ευχάς πολλάς ποήσαι”, αφήνοντας τα πάντα εις τον Kύριον. Aλλ’ έστω και μίαν ευχήν αν είπωμεν, και τούτο έχει αξίαν μεγάλην. Όπως λέγει ο άγιος Iσαάκ “πάσα ευχή, ήν προσφέρεις εν τή νυκτί, πασών των της ημέρας πράξεων έστω εν οφθαλμοίς σου τιμιωτέρα”. Kαι γίνεται ακόμη αποδοτικωτέρα, εάν την προσφέρωμεν κατά τας νυκτερινάς ώρας.

Άφησε τα πάντα εις τον Θεόν, μας λέγει ο ίδιος εις κάθε ένα. Kάνε το έργον σου και ο νούς σου εις την ευχήν! Kαι διάλεξε καλόν οδηγόν, χειραγωγόν εις Xριστόν.

Πρέπει όμως να υπογραμμίσωμεν, ότι εις το θέμα της πνευματικής ζωής τα πάντα ενεργεί η Xάρις του Θεού, και, επομένως, ημπορούμεν να είμεθα ήσυχοι.

Tο όνομα του Iησού, η νοερά προσευχή είναι, λέγουν οι άγιοι Πατέρες, μυροδοχείον. Tο ανοίγεις, το γέρνεις και χύνεται το μύρον, πληρούται ευοσμίας ο τόπος. Bοάς το “Kύριε Iησού Xριστέ” και αναδίδεται η ευωδία του Aγίου Πνεύματος, λαμβάνεις “αρραβώνα Θείου Πνεύματος”. Διότι “τό άγιον Πνεύμα συμπάσχον ημίν επιφοιτά” και “προτρέπεται εις έρωτα πνευματικής προσευχής”. Kαι, μάλιστα, προσεύχεται και αυτό, αντί δι’ ημάς που ξεχνούμεθα και αναλαμβάνει τα υστερήματά μας, τας ακαθαρσίας ημών, την πτωχείαν της υπάρξεώς μας. Διότι είμεθα έκαστος ναός του Θεού και όταν προσευχώμεθα γινόμεθα ιερουργοί του μεγάλου μυστηρίου. Δι’ αυτό λέγει πολύ-πολύ όμορφα ένας Πατήρ της Eκκλησίας: “Πάρε ένα θυμιατό να θυμιάσης, διότι ο Xριστός είναι εδώ εις την καρδίαν σου, από την οποίαν ανατέλλει το ?Kύριε Iησού XριστέΣ”. Kαι πάλιν αλλαχού λέγει- “όταν ακούωμεν κανένα θυμιατό να κτυπάη, ας ενθυμούμεθα ότι ναός είμεθα ημείς, και ας νιώθωμεν νοερώς ότι θυμιάζομεν τον Xριστόν, που είναι μέσα εις ημάς, και, έτσι, να προσκυνώμεν ταύτην την σκηνήν του Aγίου Πνεύματος”.

Σκεφθήτε, μέσα μας είναι η βασιλεία του θεού, η κατοικία Tου, όπου “τόν ασώματον εν σώματι περιορίζομεν”, δι’ ο και μέσα μας επιτελείται μία “τών επουρανίων προσκύνησις”. Mαζί Tου είναι και όλοι οι ομογάλακτοί μας Άγιοι, που εθήλασαν από τον μαστόν του Aγίου Πνεύματος. Eίναι ιδικοί μας αδελφοί και φίλοι, που μας περιμένουν, μας αγαπούν και μας καθιστούν μακαρίους, όπως λέγει ο Προφήτης Hσαΐας- “μακάριος ός έχει οικείους εν Iερουσαλήμ”, εις τον ουρανόν. Eνθυμείσθαι αυτό που έλεγεν ο Xριστός; “Eισί τινες των ώδε εστηκότων, οίτινες ου μή γεύσωνται θανάτου, έως αν ίδωσι την βασιλείαν του Θεού εληλυθυίαν εν δυνάμει”. Aυτό εφαρμόζεται και εις ημάς. Tο Πνεύμα μας αξιώνει, όταν προσευχώμεθα, να κατανοώμεν τον Θεόν και να ζώμεν τα μυστήρια αυτά. Kαι φθάνουν οι ’Αγιοι να γνωρίζουν τον Xριστόν, Aυτόν διά τον οποίον λέγουν, ότι κανείς δεν Tον βλέπει και κανείς δεν Tον ηξεύρει. Kαι όμως! Διά της προσευχής κατανοούμεν “τό απερινόητον και το υπερφαές περιεχόμενον του Θεού μας”, αφού η του Πνεύματος Xάρις πάσης πηγής αναβλύζει, δι’ ής και το άρρητον κάλλος του Θεού μας διδάσκει.

Kαι αν ημείς δεν φθάσωμεν εκεί, πάλιν θα μας φέρη η ευχή ευλογίας, παρηγορίαν, ευχαρίστησιν, συγχώρησιν, σωτηρίαν, “εκάστω ως συμφέρει”.

Tέλος, ας ίδωμεν και πώς βιούται εν Aγίω ’Ορει η προσευχή.

Λέγει ένας ασκητής αγιορείτης (δέν λέγω το όνομά του, διότι ζή): “’Αχ! εικοσιτέσσαρες ώρες το εικοσιτετράωρον δεν μου φθάνουν να προσεύχωμαι!” Nιώθετε, τί προσευχή κάνει αυτός ο άνθρωπος; Aντιλαμβάνεσθε πόσον έχει ηδύτητα, εφ’ όσον τα μάτια του και η καρδιά του νοερώς στρέφονται ολονέν προς τον Θεόν; ’Οποιος δοκιμάση την γλυκύτητα του Θεού, έτσι θα λέγη και αυτός.

Nαι, προσεύχονται εις το ’Αγιον ’Ορος, μέσα εις τα Mοναστήρια και έξω από τα Mοναστήρια. Mορφαί μεγάλαι ανεδείχθησαν τα τελευταία χρόνια, όπως ο Δανιήλ ο Kατουνακιώτης, ο Kαλλίνικος ο Hσυχαστής και τόσοι άλλοι.

’Ενας ιδικός μας μοναχός, που εκοιμήθη εδώ και ολίγα χρόνια, ο γέρο-Aρσένιος, ο ευλογημένος, ούτε να κοιμηθή δεν ήθελε, αλλά εκρέματο από κάτι σχοινιά – κρεμαστήρας – και προσηύχετο ακουμβών εις εν ξύλον διά να προσεύχεται, όπως και πάμπολλοι μοναχοί έπραττον. ’Οταν προσηύχετο και έκαμε μετανοίας, κτυπούσε το κεφάλι του εις το πάτωμα. ’Ελεγεν: “Eίμαι αμαρτωλός και δεν θ’ ακούη την προσευχήν μου ο Θεός- ν’ ακούη τουλάχιστον τα κτυπήματα της κεφαλής μου. H αμαρτία μου είναι τόση, που δεν βγαίνει η ευχή από το λαρύγγι μου”. Kαι είχε μίαν χαράν! Συνεχώς προσηύχετο. Nα εβλέπατε το πρόσωπόν του. Aν εβλέπατε πώς εκοιμήθη, θα ελέγατε: “Aλήθεια, μακάριος ο θάνατος ενός οσίου”.

’Ενας άλλος μοναχός, προσευχόμενος μίαν νύκτα, μέσα εις την ακολουθίαν, ο νούς του ξέφυγε και επέταξεν επάνω εις την θάλασσαν, επήγεν εις τα βουνά και εις τα λαγκάδια, αγνάντεψε τα δένδρα, τα λουλούδια, τα ψάρια της θαλάσσης, τα βουνά, τα νησιά, επεσκόπευσε την γήν και τον ουρανόν, και είδε και ήκουσεν, ότι όλα δοξολογούν τον Θεόν. Aπό την ημέραν εκείνην δεν ημπορούσε να σταθή καθόλου- και από τους οξυδρόμους οφθαλμούς του δεν εσταμάτησαν τα δάκρυα- είδε και έλεγεν ότι η άψυχος κτίσις εκχέει τα δάκρυά της με την δοξολογίαν- “καί εγώ, που έχω ψυχήν, είμαι μέσα εις την αμαρτίαν”.

Eις το ’Αγιον ’Ορος δεν έλειψαν ποτέ οι ησυχαστικοί και νηπτικοί μοναχοί, αδιακόπως έως σήμερα. Aς μνημονεύσωμεν εδώ και τον άγιον Σιλουανόν, που η ζωή του ήτο διαρκής και αστείρευτος προσευχή.

Tα τελευταία χρόνια ένας άλλος ασκητής, ο Γερο-Iωσήφ ο Σπηλαιώτης, αφιέρωσε την ζωήν του εις την ευχήν, την οποίαν ερρόφησε βαθειά, την έκανε ισχύν αυτού και την έζησε με εν βίωμα γλυκείας εντρυφήσεως του Παραδείσου. Πολλοί και τώρα είναι πνευματικά του έγγονα.

Aπό το ’Ορος μετεδόθη πανταχού η νοερά προσευχή. Aπ’ εδώ διέδωσεν ο αγιορείτης Παΐσιος Bελιτσκόφσκι την ευχήν εις τους Σλαύους. Ωσαύτως ο π. Σωφρόνιος, αγιορείτης και αυτός, εις την Eυρώπην.

Eπέδρασεν ο ’Αθως και εις τον ’Αγιον Aθανάσιον των Mετεώρων, εις τον ’Αγιον Διονύσιον Oλύμπου, που ενέπνευσαν πολλούς άλλους. Δεν αριθμούνται. Συμεών Mονοχίτων, Iάκωβος ο Γέρων, άγιος Θεωνάς, KολυβάδεςΙ H ευχή έτρεξεν εις όλον τον κόσμον. Έτσι εις την Pωσίαν έχομεν ’Αγια ’Ορη! Kαι εις την Σερβίαν έχομεν ’Αγια ’Ορη! ’Οπου και αν πάη κανείς. Σήμερον έχομεν και εις την Eυρώπην Mοναστήρια από αγιορείτας, οι οποίοι τί άλλο κάνουν, από το να διαδίδουν την νοεράν προσευχήν όσον δύνανται.

Tί θα ήτο, αγαπητοί μου, η ζωή μας χωρίς την προσευχήν αυτήν;

Kαι τί είναι ολόκληρος ο κόσμος χωρίς την ευχήν;

Mία καρδιά που δεν έχει την προσευχήν αυτήν, μου φαίνεται, ότι ομοιάζει με μίαν νάϋλον σακκούλα, που βάζεις τώρα κάτι μέσα, αλλά που θα σχισθή γρήγορα και θα την πετάξης.

Eκείνο που νοηματίζει την ζωήν όλην και την ύπαρξίν μας, διότι δίδει τον Θεόν, είναι η προσευχή μας.

Λέγουν, ότι θα έλθη η συντέλεια της ζωής, όταν σταματήσουν να προσεύχωνται οι άνθρωποι. Aλλά είναι δυνατόν να σταματήσουν ποτέ να προσεύχωνται; Όχι, διότι πάντοτε θα υπάρχουν οι αγαπώντες τον Kύριον. Kαι όσον τοιαύται ψυχαί υπάρχουν, δεν θα χαθή ο κόσμος. H προσευχή η αδιάλειπτος τον ποτίζει μυστικά.

Aντιθέτως κάποτε θα ανακαινισθή ο κόσμος και, όπως έως τώρα συνώδινε και συνωδίνει μετά του ανθρώπου διά την φθοράν της φύσεως, τότε που θα γίνη καινή γή και καινοί ουρανοί, θα συναγάλλεται επί τή αιωνίω ευφροσύνη και δόξη του ανθρωπίνου γένους μέσα εις την θεϊκήν φωτοχυσίαν.

http://ahdoni.blogspot.com/2011/02/blog-post_7276.html
http://vatopaidi.wordpress.com/2011/02/03/%CE%B7-/#more-62185

Γέροντας Παΐσιος Αγιορείτης, Η σωτήριος υπομονή

 

«Μακάριος ανήρ, ος υπομένει πειρασμόν»

  - Γέροντα, όταν περνούμε κάποιον πειρασμό, μια μεγάλη δοκιμασία, τι να κάνουμε;
- Τι να κάνετε; Υπομονή να κάνετε. Η υπομονή είναι το ισχυρότερο φάρμακο που θεραπεύει τις μεγάλες και μακροχρόνιες δοκιμασίες. Οι περισσότερες δοκιμασίες μόνο με την υπομονή περνούν. Η μεγάλη υπομονή ξεδιαλύνει πολλά και φέρνει θεϊκά αποτελέσματα∙ εκεί που δεν περιμένεις την λύση, δίνει ο Θεός την καλύτερη λύση.
Να ξέρετε ότι ο Θεός ευαρεστείται ,όταν ο άνθρωπος περνά δοκιμασίες και υπομένη αγόγγυστα δοξάζοντας το άγιο όνομά Του . «Μακάριος ανήρ ος υπομένει πειρασμόν», λέει ο Άγιος Ιάκωβος. Γι’ αυτό να προσευχώμαστε να μας δίνη ο Καλός Θεός υπομονή, ώστε να τα υπομένουμε όλα αγόγγυστα και με δοξολογία.
Η ζωή μας σ’ αυτόν τον κόσμο είναι μια συνεχής άσκηση και ο καθένας μας ασκείται με διαφορετικό τρόπο. Να σκέφτεσθε τι τράβηξε ο Χριστός σ’ εκείνα τα δύσκολα χρόνια ! Πόσα προβλήματα του δημιουργούσαν οι Εβραίοι και δεν μιλούσε καθόλου! Ενώ είχε πληροφορία από τον Θεό ότι θα πάη στην Ρώμη, έμεινε στην φυλακή δυο χρόνια ,γιατί ο ηγεμόνας καθυστερούσε την δίκη. Ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος πάλι τι υπέφερε! Για έναν μικρό γογγυσμό υπέστη ναυάγιο… Βλέπετε, επιτρέπει ο Θεός να ταλαιπωρηθούν για μικρά πράγματα οι Άγιοι, για να έχουμε εμείς παραδείγματα, ώστε να αντιμετωπίζουμε τους πειρασμούς με υπομονή ,με προσευχή, αλλά και με χαρά.

Για να υπομείνης τον άλλον , πρέπει να τον αγαπήσης
- Γέροντα, πώς αποκτιέται η υπομονή;
- Η υπομονή έχει βάση την αγάπη. «Η αγάπη πάντα υπομένει», λέει ο Απόστολος. Για να υπομείνης τον άλλον, πρέπει να τον αγαπήσης, να τον πονέσης. Αν δεν τον πονέσης, τον βαριέσαι.
- Γέροντα, να μιλήσω για μια δυσκολία που αντιμετωπίζω ή να σιωπήσω;
- Αν δεν μιλήσης για την δυσκολία σου από αγάπη, για να μη δυσκολέψης τους άλλους, θα διατηρήσης την ειρήνη μέσα σου. Αυτή η δυσκολία θα φέρη την ευλογία του Θεού. Καλύτερα να δυσκολευθής εσύ, παρά να δυσκολευθή ο άλλος εξαιτίας σου. Μια φορά επέστρεψα αργά στο Kελλί από την Λιτανεία της Μονής Κουτλουμουσίου. Ήμουν κατακουρασμένος και πονούσα πολύ, γιατί τότε είχα πρόβλημα με την μέση μου . Βρήκα απ’ έξω να ,με περιμένη ένα γεροντάκι ογδόντα πέντε χρονών που ήθελε να μείνη το βράδυ στο Κελλί. Είχε αφήσει και την βαλίτσα του πιο κάτω, γιατί δεν μπορούσε να την σηκώση. Αφού του εξήγησα ότι δεν μπορούσε να διανυκτερεύση σε μένα , φορτώθηκα στον ώμο μου την βαλίτσα του και τον πήγα στο ξενοδοχείο, μισή ώρα ανήφορο∙ του έδωσα και πεντακόσιες δραχμές για τα έξοδά του. Έκανα λίγη υπομονή και μετά ήμουν αναπαυμένος , γιατί αναπαύθηκε ο άλλος.
- Γέροντα, όταν η αδελφή με την οποία συνεργάζομαι είναι ζορισμένη, την λυπάμαι και την κάνω υπομονή∙ αυτό έχει μέσα αγάπη;
- Και πού ξέρεις αν δεν είσαι εσύ η αιτία που είναι η άλλη ζορισμένη και σε κάνει εκείνη υπομονή; Αν νομίζης ότι εσύ είσαι σε καλύτερη πνευματική κατάσταση και την κάνης υπομονή, τότε πρέπει να λυπάσαι τον εαυτό σου. Όταν υπάρχη πραγματική αγάπη και υπομονή, δικαιολογεί κανείς τον άλλον, και μόνον τον εαυτό του κατηγορεί. «Θεέ μου, είμαι ένοχος, λέει, μη με υπολογίζης εμένα∙ πέταξέ με στην άκρη και βοήθησε τον άλλον». Αυτή είναι η σωστή τοποθέτηση, η οποία έχει και πολλή ταπείνωση, και τότε δέχεται ο άνθρωπος πλούσια την Χάρη του Θεού. Θα εύχωμαι να γίνης «σκύμνος» πνευματικός, σαν τα μπρούντζινα λεονταράκια που με την πλάτη στηρίζουν τα μανουάλια της εκκλησίας και ούτε ταράσσονται ούτε ακούνε ούτε μιλάνε, αλλά σηκώνουν βάρος στην πλάτη τους. Αμήν.

Και η αγάπη χρειάζεται διάκριση
- Γέροντα, ο Αββάς Ποιμήν λέει: «Μάθε τι θέλει ο αδελφός και ανάπαυσέ τον». Τί θέλει να πη ακριβώς;
- Εννοεί να μάθης τι ανάγκη έχει ο αδελφός σου, ο πλησίον σου, και ανάλογα να τον αναπαύσης, με την καλή έννοια. Γιατί και η αγάπη χρειάζεται διάκριση. Αν κάποιος λ.χ. είναι γαστρίμαργος, δεν πρέπει να του δίνης συνέχεια νόστιμα φαγητά, γιατί αυτό θα τον βλάψη. Θα κάνεις νόστιμο φαγητό για έναν που έχει ανορεξία, για να μπορέση να το φάη. Ή, αν κάποιος έχη ζάχαρο και του δίνης γλυκά, αγάπη είναι αυτή;
- Γέροντα, πως γίνεται να αγαπάη κανείς το ίδιο όλους τους ανθρώπους και να τους αγαπάη με διάκριση;
- Αγαπάει όλους το ίδιο, αλλά δεν εκδηλώνει την αγάπη του σε όλους το ίδιο. Άλλον τον αγαπάει από μακριά, γιατί χρειάζεται να τον κρατήση σε απόσταση, άλλον από κοντά, ανάλογα με το τι ωφελεί τον καθένα. Σε έναν δεν πρέπει καθόλου να μιλήση, σε άλλον πρέπει να πη δυο λόγια, σε άλλον λίγα παραπάνω.
- Μπορεί , Γέροντα, η εκδήλωση της αγάπης μου να βλάψη τον άλλον;
- Αν ο άλλος έχη φιλότιμο και εσύ του δείξης πολλή αγάπη, τότε αλλοιώνεται με την καλή έννοια και προσπαθεί με κάθε τρόπο να σε ευχαριστήσει, να μη σε λυπήση. Ο αναιδής όμως, αν του δείξης πολλή αγάπη, γίνεται ακόμα πιο αναιδής, γιατί η πολλή αγάπη τους μεν φιλότιμους τους κάνει πιο φιλότιμους, τους δε αναιδείς, τους κάνει πιο αναιδείς. Οπότε, όταν δης πως δεν βοηθάς με την αγάπη σου, την λιγοστεύεις με διάκριση∙ αλλά και αυτό από αγάπη το κάνεις.
- Γέροντα, υπάρχει περίπτωση να κάνω μία θυσία με καθαρά ελατήρια και να φθάσω στην αγανάκτηση;
- Ναι, γι’ αυτό η θυσία πρέπει να γίνεται με διάκριση. Να προσέχεις να μην ξεπερνάς την αντοχή σου, γιατί και οι σωματικές δυνάμεις έχουν όριο. Όταν ξεπεράσης την σωματική αντοχή σου, τότε, αν κάποιος σου πη: «τίποτε δεν έκανες απ’ το πρωί», μπορεί να πης μέσα σου :«Βρε τον αχάριστο! Εγώ απ’ το πρωί σκοτώθηκα στην δουλειά, κι αυτός λέει ότι δεν έκανα τίποτε!». Έτσι πάνε όλα χαμένα.
- Αν, Γέροντα, προς στιγμήν μέσα μου αγανακτήσω, αλλά αμέσως σκεφθώ ότι συνέβη αυτό , γιατί τα ελατήριά μου δεν ήταν καθαρά, τότε πάλι τα χάνω όλα;
- Σ’ αυτήν την περίπτωση σου δίνει μια σπρωξιά το ταγκαλάκι κι εσύ του δίνεις μια σφαλιάρα. Οπότε τρώει το ταγκαλάκι την σφαλιάρα και φεύγει.

Ο εγωισμός πάντα φέρνει λύπη και άγχος
- Γέροντα, σκέφτομαι συνέχεια το σφάλμα μου που σας στενοχώρησε και με πιάνει λύπη.
- Μην το σκέφτεσαι, μια που πέρασε, γιατί αυτό μόνο θα σε θλίβη και δεν θα σε βοηθήση σε τίποτε. Το να προσέχης όμως στο εξής ,αυτό θα σε ωφελή. Συνέχισε με φιλότιμο τον αγώνα σου. Όλοι οι άνθρωποι κάνουμε απροσεξίες, αλλά ο Καλός Θεός σαν Πατέρας μας προστατεύει. Γι’ αυτό έχει τους Αγίους Του, γι’ αυτό έχει βάλει και από έναν Άγγελο ξεχωριστά σε κάθε άνθρωπο, για να τον προστατεύη, γι’ αυτό οικονομάει να υπάρχουν και πνευματικοί άνθρωποι, για να βοηθάνε πάλι τους ανθρώπους.
- Γέροντα, κάμπτομαι από την στενοχώρια για τις πτώσεις μου και κουράζομαι στον αγώνα μου.
- Από τον εγωισμό είναι. Επειδή δεν «κάμπτεις», γι’ αυτό αποκάμνεις μετά. Δεν υπάρχει ταπείνωση, μετάνοια, συντριβή∙ υπάρχει εγωισμός, και ο εγωισμός πάντα φέρνει λύπη και άγχος. Όταν ο άνθρωπος δεν έχη μετάνοια, αλλά στενοχωριέται από εγωισμό, από ανθραπαρέσκεια, επειδή ξέπεσε στα μάτια των άλλων, τότε υπάρχει μέσα του αγωνία, φαρμάκι, πόνος.
- Δηλαδή, Γέροντα, όταν κανείς μετά από μια πτώση του στενοχωριέται πολύ, αυτό προέρχεται πάντα από εγωισμό;
- Όχι πάντα∙ μπορεί να προέρχεται και από φιλότιμο. Και όταν η στενοχώρια είναι πολλή και προέρχεται μόνον από καθαρό φιλότιμο, τότε και η θεία παρηγοριά είναι πολλή και δυνατή και τονώνει όχι μόνον την ψυχή αλλά και το σώμα.
- Και πώς θα καταλάβω, Γέροντα, αν στενοχωριέμαι από φιλότιμο;
- Όποιος στενοχωριέται από φιλότιμο, ρίχνει το βάρος επάνω του∙ ενώ, όποιος στενοχωριέται από εγωισμό, ρίχνει το βάρος στους άλλους και λέει ότι τον αδικούν.. Θίγεται ο εγωισμός του, κατεβάζει τα μούτρα, δεν μιλάει… Να, σήμερα δυο αδελφές έκαναν μια ζημιά. Έκανα και στις δυο παρατήρηση. Και οι δύο λυπήθηκαν και έσκυψαν το κεφάλι. Η μία όμως λυπήθηκε από φιλότιμο, γιατί με στενοχώρησε με την ζημιά που έκανε, ενώ η άλλη λυπήθηκε από εγωισμό. Η πρώτη ντρεπόταν ακόμα και να με κοιτάξη. Η άλλη, για να μη χάση την υπόληψή της, πήγε αμέσως να δικαιολογηθή ,χωρίς να εξετάση πόσο μεγάλη ήταν η ζημιά. Σκέφθηκε: «Ξέπεσα στα μάτια των άλλων∙ δεν θα μ’ έχουν πια εμπιστοσύνη. Πώς να δικαιολογήσω τώρα το σφάλμα μου, για να μη χάσω την υπόληψή μου;». Αν αναγνώριζε το σφάλμα της και έπαιρνε το βάρος επάνω της, θα είχε μέσα της παρηγοριά. Αυτή όμως προσπάθησε να δικαιολογηθή, γι’ αυτό ανάπαυση μέσα της δεν είχε. Γιατί, όταν δικαιολογούμαστε, δίνουμε χώρο στον διάβολο, οπότε έρχεται, μας κάνει λεπτή εργασία και μας στενοχωρεί∙ ενώ, όταν παίρνουμε όλο το βάρος επάνω μας, τότε και ο Θεός μας παίρνει όλο το βάρος.
Ας κανονίσουμε λοιπόν ποιο από τα δύο θα διαλέξουμε: την ταπείνωση που δίνει ανάπαυση ή τον εγωισμό που φέρνει στενοχώρια, άγχος και ταραχή;

Η φλόγα της αγάπης του Θεού
- Γέροντα, γιατί δεν αγαπώ τον Θεό όπως έναν άνθρωπο που αγαπώ πολύ και θέλω να είμαι κοντά του;
- Αυτό έρχεται σιγά-σιγά μετά από αγώνα∙ αλλιώς θα έπιαναν φωτιά οι άνθρωποι και θα καίγονταν από την αγάπη του Θεού. Ενώ θα είχε γύρω τους κρύο, θα νόμιζαν ότι φλογίζονται και πολλοί θα έπαιρναν τα βουνά. Ένας στρατιώτης, εν καιρώ πολέμου, άφησε την μονάδα του και έφυγε στο βουνό. Είχε ανάψει τέτοια φλόγα στην καρδιά του που δεν μπορούσε να συγκρατηθή∙ ήθελε να πάη να προσευχηθή. Δεν υπολόγισε τίποτε. Πήγε ,βρήκε μια σπηλιά, μπήκε μέσα και προσευχόταν! Όταν οι άλλοι στρατιώτες βγήκαν στις επιχειρήσεις , τον βρήκαν και τον έπιασαν. «Ανυπότακτος», είπαν. Τον κάλεσε μετά ο διοικητής σε ανάκριση. «Τί είναι αυτό που έκανες;» του λέει. «Καίγομαν ,κύριε διοικητά, καίγομαν για τον Χριστό. Ξέρεις τι θα πη καίγομαν;». «Καλά, κι εγώ δεν καίγομαι;», του λέει ο διοικητής. «Εγώ καίγομαι, κύριε διοικητά, καταλαβαίνετε;», επανέλαβε εκείνος, σαν να έλεγε: « Αν καίγεσαι, φύγε κι εσύ!» Τον βοήθησε όμως ο Θεός και γλίτωσε το στρατοδικείο. Εδώ, εν καιρώ ειρήνης αν φύγη ένας στρατιώτης από τη θέση του, έχει στρατοδικείο, πόσο μάλλον εν καιρώ πολέμου!
- Γέροντα, όταν βρίσκεται κανείς σ’ αυτήν την κατάσταση, υπάρχη θέρμη σε όλο το σώμα;
- Ναι, αλλά περισσότερο στην περιοχή του στήθους. Όταν ανάψη η πνευματική αγάπη, φλογίζεται όλο το στήθος. Όλο το στήθος γίνεται μια φλόγα. Καίγεται ο άνθρωπος από την μεγάλη γλυκειά φλόγα της αγάπης του Θεού, πετάει, αγαπάει με αγάπη πραγματική, μητρική.
Αυτή η εσωτερική φλόγα, την οποία ανάβει ο Ίδιος ο Χριστός με την αγάπη Του, θερμαίνει το σώμα πολύ περισσότερο από την αισθητή φωτιά και έχει την δύναμη να καίη και κάθε σκουπίδι, κάθε κακό λογισμό που πετάει το ταγκαλάκι, καθώς και κάθε κακή επιθυμία και κάθε άσχημη εικόνα. Τότε η ψυχή αισθάνεται και τις θείες ηδονές που δεν συγκρίνονται με καμμιά άλλη ηδονή!
Αχ, αυτή η φλόγα δεν μπήκε ακόμη μέσα σας! Αν ανάψη και φουντώση στην καρδιά σας, δεν θα σας συγκινούν καθόλου πια τα μάταια πράγματα. Εύχομαι να κάψη ο Θεός με την αγάπη Του τις καρδιές σας!

Η καλή ανησυχία δεν σταματά ποτέ
- Γέροντα, ανησυχώ ,μήπως δεν αγωνίζομαι σωστά.
- Έχεις άγχος;
- Όχι, αλλά γιατί έχω αυτή την ανησυχία;
- Ευλογημένη, υπάρχει η ήσυχη ανησυχία και η ανήσυχη ανησυχία. Η καλή ανησυχία πρέπει πάντοτε να υπάρχη μέσα μας∙ άγχος να μην υπάρχη. Όταν κανείς αγωνίζεται σωστά, ποτέ δεν μένει ευχαριστημένος από τον εαυτό του∙ έχει συνέχεια μέσα του μια ανησυχία που προέρχεται από την φιλότιμη προσπάθεια που κάνει.
- Γέροντα, φθάνει κάποτε ο άνθρωπος που αγωνίζεται σε σημείο που να μην του χρειάζεται πια η καλή ανησυχία;
- Όχι, γιατί η καλή ανησυχία δεν σταματά ποτέ σ’ αυτήν την ζωή. «Τρέχετε, ίνα καταλάβητε», λέει ο Απόστολος Παύλος. Τρέχει ο άνθρωπος όσο ζη, να βρη τον Χριστό, χωρίς να σταματά ποτέ. Τρέχει και δεν νιώθει κούραση, αλλά χαρά.
Για να καταλάβετε, θα σας φέρω ένα παράδειγμα: ένα καλό λαγωνικό, μόλις μυρισθή τον λαγό,, δεν κάθεται άλλο κοντά στον κυνηγό∙ αρχίζει να ψάχνη, για να βρη τον λαγό. Τρέχει, σταματά λίγο, μυρίζει αριστερά-δεξιά , αρχίζει ξανά να τρέχη∙ δεν μπορεί να σταθή. Ο νους του είναι πώς να βρη τον λαγό∙ δεν χαζεύει. Μεγαλύτερη χαρά έχει, όταν τρέχη, παρά όταν κάθεται. Το τρέξιμο και το ψάξιμο του δίνει ζωή.
Έτσι κι εμείς αυτήν την εγρήγορση πρέπει να έχουμε. Ο νους μας να είναι συνέχεια στον Χριστό, αφού αυτός είναι ο στόχος μας. Εμείς όμως, ενώ βρήκαμε τα χνάρια, βρήκαμε τον δρόμο, ξέρουμε από πού θα πάμε για να συναντήσουμε τον Χριστό, πολλές φορές στεκόμαστε∙ δεν προχωρούμε. Αν δεν γνωρίζαμε τον δρόμο, δικαιολογημένα να σταματούσαμε.
Θυμάμαι, ο πατέρας μου στην Κόνιτσα είχε δυο λαγωνικά καλά εκπαιδευμένα. Ο γερο- Πρόδρομος ο Κορτσινόγλου, ο ψάλτης του Αγίου Αρσενίου, μια φορά του ζήτησε ένα κουταβάκι καλό από την ίδια ράτσα, για να φυλάη τα ζώα του, να γαυγίζη δηλαδή, όταν θα πλησίαζε λύκος. Ο πατέρας μου του έδωσε ένα. Μια μέρα, ένας γείτονας του Κορτσινόγλου που αγαπούσε πολύ το κυνήγι, ήταν πολύ στεναχωρημένος ,γιατί αρρώστησε το σκυλί του και δεν μπορούσε να πάη να κυνηγήση. Όταν το άκουσε ο γερο-Πρόδρομος ,του λέει:
«Μη στενοχωριέσαι∙ θα σου δώσω το δικό μου σκυλί, είναι ράτσα Εζνεπίδη». Χαρούμενος ο γείτονας πήρε το σκυλί του και ξεκίνησε για το κυνήγι. Όταν έφθασε στο δάσος, κούνησε το χέρι του, όπως συνηθίζουν να κάνουν οι κυνηγοί, για να τρέξη το λαγωνικό, αλλά εκείνο, αντί να τρέξη, γύριζε γύρω του , του έγλειφε τα πόδια και κοιτούσε τα χέρια του μήπως έχει ψωμί! Βλέπετε, ήταν καλό σκυλί, από ράτσα, αλλά δεν είχε εκπαιδευθή, για να μπορή να πιάνη τον λαγό και γύριζε συνέχεια γύρω από τον κυνηγό. Πιστεύω όμως ότι εσείς, αφού βρήκατε τα αχνάρια του Χριστού, θα τρέχετε συνέχεια να βρήτε τον Χριστό, για να γεμίση η καρδιά σας τόσο πολύ από τον Χριστό, που να μην μπορήτε να Τον χωρέσετε και να λέτε: «Φθάνει, Θεέ μου, δεν αντέχω άλλο».

Από το βιβλίο: «ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ ΛΟΓΟΙ Ε΄ ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΑΡΕΤΕΣ» ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ  «ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ» ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 2007

Οι Ναοί, είναι τα πνευματικά λιμάνια στο πέλαγος των θλίψεων του κόσμου τούτου


Με λιμάνια μέσα στο πέλαγος μοιάζουν οι ναοί, που ο Θεός εγκατέστησε στις πόλεις· πνευματικά λιμάνια, όπου βρίσκουμε απερίγραπτη ψυχική ηρεμία όσοι σʼ αυτά καταφεύγουμε, ζαλισμένοι από την κοσμική τύρβη. Κι όπως ακριβώς ένα απάνεμο κι ακύμαντο λιμάνι προσφέρει ασφάλεια στα αραγμένα πλοία, έτσι και ο ναός σώζει από την τρικυμία των βιοτικών μεριμνών όσους σʼ αυτόν προστρέχουν και αξιώνει τους πιστούς να στέκονται με σιγουριά και νʼ ακούνε το λόγο του Θεού με γαλήνη πολλή.
Ο ναός είναι θεμέλιο της αρετής και σχολείο της πνευματικής ζωής. Πάτησε στα πρόθυρά του μόνο, οποιαδήποτε ώρα, κι αμέσως θα ξεχάσεις τις καθημερινές φροντίδες. Πέρασε μέσα, και μια αύρα πνευματική θα περικυκλώσει την ψυχή σου. Αυτή η ησυχία προξενεί δέος και διδάσκει τη χριστιανική ζωή· ανορθώνει το φρόνημα και δεν σε αφήνει να θυμάσαι τα παρόντα· σε μεταφέρει από τη γη στον ουρανό. Κι αν τόσο μεγάλο είναι το κέρδος όταν δεν γίνεται λατρευτική σύναξη, σκέψου, όταν τελείται η Λειτουργία και οι προφήτες διδάσκουν, οι απόστολοι κηρύσσουν το Ευαγγέλιο, ο Χριστός βρίσκεται ανάμεσα στους πιστούς, ο Θεός Πατέρας δέχεται την τελούμενη θυσία, το Άγιο Πνεύμα χορηγεί τη δική Του αγαλλίαση, τότε λοιπόν, με πόση ωφέλεια πλημμυρισμένοι δεν φεύγουν από το ναό οι εκκλησιαζόμενοι;
Στην εκκλησία συντηρείται η χαρά όσων χαίρονται· στην εκκλησία βρίσκεται η ευθυμία των πικραμένων, η ευφροσύνη των λυπημένων, η αναψυχή των βασανισμένων, η ανάπαυση των κουρασμένων. Γιατί ο Χριστός λέει: «Ελάτε σʼ εμένα όλοι όσοι είστε κουρασμένοι και φορτωμένοι με προβλήματα, κι εγώ θα σας αναπαύσω» (Ματθ. 11:28). Τι πιο ποθητό απʼ αυτή τη φωνή; Τι πιο γλυκό από τούτη την πρόσκληση; Σε συμπόσιο σε καλεί ο Κύριος, όταν σε προσκαλεί στην εκκλησία· σε ανάπαυση από τους κόπους σε παρακινεί· σε ανακούφιση από τις οδύνες σε μεταφέρει. Γιατί σε ξαλαφρώνει από το βάρος των αμαρτημάτων. Με την πνευματική απόλαυση θεραπεύει τη στενοχώρια και με τη χαρά τη λύπη.

Πώς καὶ μὲ ποιὸ τρόπο ἡ ἅγια Ἐκκλησία εἶναι εἰκόνα καὶ τύπος τοῦ Θεοῦ


A'. Πῶς καὶ μὲ ποιὸ τρόπο ἡ ἅγια Ἐκκλησία εἶναι εἰκόνα καὶ τύπος τοῦ Θεοῦ
Ἔλεγε, λοιπόν, ὁ μακάριος ἐκεῖνος γέροντας, κατὰ ἕνα πρῶτο συμβολισμὸ τῆς θεωρίας του, ὅτι ἡ ἅγια Ἐκκλησία εἶναι τύπος κι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ ἔχει τὸ ἴδιο μ' αὐτὸν ἔργο κατὰ τὴ μίμηση καὶ κατὰ τὴ μορφή.(16)

Ἀφοῦ ἐδημιούργησε δηλαδὴ ὁ Θεὸς τὰ πάντα μὲ τὴν ἄπειρη δύναμή του καὶ τὰ ἔφερε στὴν ὕπαρξη, τὰ συγκρατεῖ, τὰ συνενώνει καὶ χαράζει τὰ ὅριά τους. Συνδέει μὲ τὴν πρόνοιά του τὸ ἕνα μὲ τὸ ἄλλο καὶ μὲ τὸν ἑαυτό του, καὶ τὰ νοητὰ καὶ τὰ αἰσθητά. Καὶ κρατῶντας μαζὶ γύρω ἀπὸ τὸν ἑαυτό του τὰ πάντα, στὰ ὁποῖα εἶναι αἰτία κι ἀρχὴ καὶ τέλος, ἐνῷ κατὰ τὴ φύση βρίσκονται σὲ διάσταση, τὰ κάνει νὰ συγκατανεύουν τὸ ἕνα στὸ ἄλλο σύμφωνα μὲ μιὰ τάση τους, τὴν τάση πρὸς αὐτόν, σὰν βασικὴ ἀρχὴ τῆς σχέσης. Σύμφωνα μ' αὐτὴν ὁδηγοῦνται ὅλα σὲ μιὰ ταυτότητα κίνησης καὶ ὕπαρξης, ποὺ ἀποκλείει τὴν κατάλυση καὶ τὴ σύγχυση. Κανένα ἀπὸ τὰ ὄντα, προβαδίζοντας, δὲ στασιάζει ἐναντίον κάποιου ἄλλου, οὔτε ἀποσπᾶται ἀπ' αὐτὸ σύμφωνα μὲ τὴ διαφορὰ ποὺ χαρακτηρίζει τὴ φύση καὶ τὴν κίνησή του. Συμφύονται ὅλα μαζὶ μὲ ὅλα χωρὶς νὰ συγχέονται, σύμφωνα μὲ τὴν ἀκατάλυτη σχέση καὶ φύλαξη τῆς μοναδικῆς ἀρχῆς κι αἰτίας, ποὺ καταργεῖ κι ἐπισκεπάζει ὅλες τὶς σχέσεις, ποὺ θεωροῦνται ἰδιαίτερες μεταξὺ ὅλων ἀνάλογα μὲ τὴ

φύση καθενὸς ἀπὸ τὰ ὄντα. Ὄχι μὲ τὸ νὰ τὶς καταστρέφη καὶ νὰ τὶς ἀναιρῆ καὶ νὰ τὶς κάνη νὰ μὴν ὑπάρχουν, ἀλλὰ μὲ τὸ νὰ τὶς νικᾶ καὶ νὰ λάμπη ἀπάνωθέ τους, ὅπως ἀκριβῶς τὸ σύνολο πάνω ἀπὸ τὰ μέρη του ἤ καὶ μὲ τὸ νὰ παρουσιάζεται σὰν αἰτία τοῦ συνόλου αὐτοῦ, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία, καὶ τὸ ἴδιο τὸ σύνολο καὶ τὰ μέρη τοῦ συνόλου, εἶναι φυσικὸ νὰ φαίνωνται καὶ νὰ ὑπάρχουν, γιατί ἔχουν ὁλάκερη τὴν αἰτία τους νὰ λάμπη ἀπάνωθέ τους. Κι ὅπως ὁ ἥλιος ξεπερνᾶ τὴ λάμψη τῶν ἄστρων καὶ στὴ φύση καὶ στὴ δύναμη, ἔτσι κι αὐτά, σὰν ἀποτελέσματα μιᾶς αἰτίας, δείχνουν τὴν αἰτία τους αὐτὴ νὰ καλύπτη ὅλη τὴν ὕπαρξή τους. Γιατί, ὅπως τὰ μέρη προέρχονται ἀπὸ τὸ ὅλο, ἔτσι εἶναι φυσικὸ καὶ τὰ αἰτιατὰ νὰ ἀντλοῦν τὴν ἰσχύ τους ἀπὸ τὴν αἰτία καὶ νὰ γνωρίζωνται ἀπ' αὐτὴ καὶ ν' ἀφήνουν τὴν ἀτομικότητά τους ν' ἀδρανῆ, ὅταν, πιασμένα μέσα στὴν ἀναφορὰ πρὸς τὴν αἰτία, λάβουν ἐξ ὁλοκλήρου τὴν ποιότητα ἐκείνης, σύμφωνα μὲ τὴν ἀδιάσπαστη, ὅπως εἴπαμε, δύναμη ποὺ ἔχει ἡ σχέση τους μ' αὐτήν. Ἀφοῦ τὰ πάντα μέσα στὰ πάντα εἶναι ὁ Θεός, ποὺ μὲ ἀπέραντο μέτρο ὑπερβαίνει τὰ πάντα, θὰ γίνη ὁρατὸς ὁλομόναχος σὲ ὅσους ἔχουν καθαρὴ σκέψη. Τοῦτο θὰ γίνη, ὅταν ὁ νοῦς, καθὼς ἀναλογίζεται θεωρητικὰ τοὺς λόγους τῶν ὄντων, σταματήση στὸν ἴδιο τὸ Θεό, σὰν αἰτία κι ἀρχὴ καὶ τέλος τῆς δημιουργίας καὶ τῆς γένεσης ὅλων, ἕνα βυθὸ ἀδιάστατο ποὺ περιέχει τὰ πάντα.

Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ ἡ ἁγία Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ θ' ἀποδειχθῆ ὅτι ἐνεργεῖ ἀνάμεσά μας, ὅπως ὁ Θεός, ἀρχέτυπο ἐκεῖνος κι ἐκείνη εἰκόνα του. Εἶναι βέβαια πολλοὶ κι ἀμέτρητοι σχεδὸν στὸν ἀριθμὸ οἱ ἄνδρες κι οἱ γυναῖκες καὶ τὰ παιδιὰ ποὺ διαφέρουν καὶ κατὰ τὸ φῦλο καὶ κατὰ τὴ μορφή, τὴν ἐθνικότητα καὶ τὶς γλῶσσες, τὶς περιπέτειες τῆς ζωῆς, τὶς ἡλικίες, τὶς γνῶμες, τὴν τέχνη, τοὺς τρόπους, τὶς συνήθειες, τὰ ἐπαγγέλματα. Καὶ στὶς ἐπιστῆμες πάλι καὶ στ' ἀξιώματα, στὶς τύχες, στοὺς χαρακτῆρες, στὶς διαθέσεις διακρίνονται μεταξύ τους καὶ διαφέρουν πολὺ ὅσοι ἔρχονται σ' αὐτὴ καὶ δέχονται ἀπ' αὐτὴ τὴν ἀναγέννησή τους καὶ τὴν ἀναδημιουργία τους μὲ τὴ δύναμη τοῦ πνεύματος. Δίνει ὅμως σ' ὅλους αὐτοὺς καὶ χαρίζει μία κατὰ ἴσο μέτρο θεϊκὴ μορφὴ καὶ θεῖο ὄνομα, καὶ νὰ προέρχωνται καὶ νὰ ὀνομάζωνται ἀπὸ τὸ Χριστό. Τοὺς δίνει ἀκόμα τὴ μία ἁπλῆ κι ἀσύνθετὴ κι ἀδιαίρετη σχέση ποὺ δημιουργεῖ ἡ πίστη, ποὺ τὶς πολλὲς κι ἀναρίθμητες διαφορές, ποὺ καθένας ἔχει, μήτε κὰν ὅτι ὑπάρχουν δὲν ἐπιτρέπει νὰ γίνη γνωστό, ἐπειδὴ ὅλα γενικὰ σ' αὐτὴν κατευθύνονται καὶ συναντιοῦνται. Μέσα σ' αὐτὴν κανένας τίποτα ἐντελῶς δὲν ξεχωρίζει ἀπὸ τὸ κοινὸ γιὰ χάρη δική του. Ὅλοι συμφύονται ὁ ἕνας μὲ τοὺς ἄλλους καὶ συνδέονται μέσα στὴ μία ἁπλῆ κι ἀδιαίρετη χάρη καὶ δύναμη τῆς πίστης.(17) Ἤτανε, λέει, ὅλων ἡ καρδιὰ καὶ ἡ ψυχὴ μία, ὥστε ἀπὸ διάφορα μέλη νὰ εἶναι ὡστόσο καὶ νὰ φαίνεται ἕνα σῶμα ἄξιο ἀληθινὰ τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ, τῆς ἀληθινῆς κεφαλῆς μας.

Στὸ σῶμα αὐτό, λέει ὁ θεῖος Ἀπόστολος, δὲν ὑπάρχει ἄνδρας καὶ γυναῖκα, οὔτε Ἰουδαῖος καὶ Ἕλληνας, οὔτε περιτομὴ κι ἀκροβυστία, οὔτε βάρβαρος οὔτε Σκύθης, οὔτε δοῦλος οὔτε ἐλεύθερος. Ἀλλὰ τὰ πάντα καὶ μέσα στὰ πάντα εἶναι Αὐτὸς ποὺ μὲ τὴ μία κι ἁπλῆ πάνσοφη δύναμη τῆς καλωσύνης του περικλείει τὰ πάντα μέσα του, σὰν ἕνα κέντρο ἀπὸ εὐθεῖες, ποὺ ἀκτινωτὰ ξεκινοῦν ἀπ' αὐτό, σύμφωνα μὲ τὴν ἴδια ἁπλῆ κι ἑνιαία αἰτία καὶ δύναμη. Δὲν ἀφήνει τὶς ἀρχὲς τῶν ὄντων ν' ἀπομακρυνθοῦν μαζὶ μὲ τὰ τέλη τους, περιορίζοντας κυκλικὰ τὶς προεκτάσεις τους καὶ ὁδηγεῖ πρὸς τὸν ἑαυτὸ του τὶς διακρίσεις τῶν ὄντων, ποὺ ὁ ἴδιος ἐδημιούργησε. Δὲ θέλει ν' ἀποξενωθοῦν ὁλότελα μεταξύ τους καὶ νὰ γίνουν ἐχθρικὰ τὰ πλάσματα καὶ τὰ δημιουργήματα τοῦ ἑνὸς Θεοῦ καὶ νὰ μὴν ἔχουν σχετικὰ μὲ τί καὶ ποῦ νὰ παρουσιάσουν τὴ φιλία καὶ τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ταυτότητα μεταξύ τους, ὁπότε θὰ κινδυνέψη, μὲ τὸ χωρισμό τους ἀπὸ τὸ Θεό, νὰ μεταπέση τὸ εἶναι τους στὸ μὴ εἶναι.

Εἶναι, λοιπόν, εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, καθὼς εἴπαμε, ἡ ἁγία Ἐκκλησία, γιατί πραγματοποιεῖ τὴν ἴδια ἕνωση ἀνάμεσα στοὺς πιστούς, ποὺ κάνει κι ὁ Θεός, ἀκόμα κι ἄν τυχαίνη νὰ εἶναι διαφορετικοὶ στὰ ἰδιώματα κι ἀπὸ διαφορετικοὺς καὶ τόπους καὶ τρόπους ἐκεῖνοι, ποὺ μέσα σ’ αὐτὴν γίνονται μὲ τὴν πίστη ἕνα σῶμα. Τὴν ἕνωση αὐτή, κατὰ φυσικὸ τρόπο τὴν πραγματοποιεῖ ὁ Θεός, χωρὶς νὰ προκαλῆται σύγχυση στὴν οὐσία τῶν ὄντων. Τὴ διαφορὰ μεταξύ τους, ὅπως ἒχει δειχθῆ, τὴν ἀμβλύνει καὶ τὴν ὁδηγεῖ στὴν ταυτότητα μὲ τὴν ἀναφορὰ καὶ τὴν ἕνωση μὲ τὸν ἑαυτό του, σὰν αἰτία κι ἀρχὴ καὶ τέλος.




Ὑποσημειώσεις

16. Ἀφοῦ ἔδειξε στὴν εἰσαγωγὴ πῶς ὁ Θεός, μολονότι ὑπερβατικός, παρουσιάζεται μέσα στὴν ὕπαρξη καὶ μέσα στὴν κίνηση τῶν ὅλων, ὁ ἅγιος Μάξιμος δηλώνει τώρα ὅτι ἡ Ἐκκλησία, σ' ἕνα πρῶτο πνευματικὸ συμβολισμό, φαίνεται σὰν τύπος καὶ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ μὲ τὴ μίμηση τῆς ἐνέργειάς του. Παρουσιάζει στὴν ἀρχὴ τὴν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ πού, ἀφοῦ ἐδημιούργησε τὰ πάντα, τὰ συγκρατεῖ, τὰ συνδέει τὸ ἕνα μὲ τὸ ἄλλο καὶ μὲ τὸν ἑαυτό του, ἄν καὶ εἶναι διάφορα κατὰ τὴ φύση. Ἐξηγῶντας ἔπειτα πῶς ὁ Θεὸς τὰ κρατεῖ ὅλα συνδεδεμένα, ὁ ἅγιος Μάξιμος χρησιμοποιεῖ τρεῖς ἒννοιες• τὴν ἔννοια τῆς σχέσης, τοῦ ὅλου καὶ τῆς αἰτίας τοῦ ὅλου. Μὲ τὴ σχέση μεταξύ τους, κρατιοῦνται μέσα σὲ μιὰ συμφωνία καὶ ἑνότητα κίνησης καὶ ἀδιατάρακτης ὕπαρξης, σὲ τρόπο ποὺ κανένα πρᾶγμα δὲν ἀντιτίθεται σ’ αὐτὴ τὴν ἑνιαία κίνηση καὶ δὲ χωρίζεται ἀπὸ αὐτὴ στ' ὄνομα τῆς διαφορᾶς ποὺ χαρακτηρίζει τὴ φύση του.Ὅλα εἶναι ἑνωμένα, δίχως σύγχυση μ' αὐτὴ τὴ μοναδικὴ σχέση. Ἡ ἑνιαία αὐτὴ σχέση περιέχει καὶ καλύπτει ὅλες τὶς ἐπὶ μέρους σχέσεις, ποὺ τὶς κρατεῖ μαζί, σύμφωνα μὲ μιὰ ἰδιαίτερη συγγένεια ποὺ χαρακτηρίζει τὴ φύση τους. Δὲν τὶς ἀλλοιώνει καὶ δὲν τὶς καταστρέφει, παρὰ τὶς νικᾶ καὶ ὑψώνεται πάνω ἀπ' ὅλες, ὅπως τὸ ὅλο πάνω ἀπὸ τὰ μέρη του. Εἶναι δύσκολο νὰ ποῦμε σὲ τί συνίσταται ἡ σχέση αὐτή. Ξεκινᾶ ἀπὸ τὸ Θεό, ἀλλὰ δὲν προστίθεται στὰ δημιουργήματα σὰν κάτι ἐξωτερικό, γιατί τὴν ἴδια ὥρα ξεκινᾶ κι ἀπ' αὐτὰ ἐπίσης καὶ τὰ ἑνώνει μεταξύ τους καὶ μὲ τὸ Θεό. Εἶναι σὰν ἕνας λόγος ἢ σὰν ἕνα ποιητικὸ αἴτιο τοῦ ὅλου σὲ ὅλα, καὶ περιέχει ὅλους τους λόγους καὶ τὶς αἰτίες τῶν μερῶν. Τὰ κύτταρα ἑνὸς ὀργάνου ἔχουν τὴν αἰτία ἢ τὸν ἀνώτερο λόγο στὸ ὄργανο ποὺ ἀποτελοῦν μέρη του, τὰ ὄργανα στὸν ὀργανισμό, οἱ ὀργανισμοὶ στὰ εἴδη τους, τὰ εἴδη στὴν ἀνταπόκριση μεταξύ τους, ποὺ εἶναι ἕνας λόγος ποὺ τὰ περιβάλλει. Καὶ ἔτσι, ὁλόκληρο τὸ σύμπαν ἔχει τὴν αἰτία του πέρα ἀπὸ τὸν ἑαυτό του. Ἀλλὰ αὐτὴ ἡ αἰτία δὲν ἔχει πιὰ μιὰ αἰτία πάνω ἀπ' αὐτὴν• δὲν εἶναι δημιουργημένη, γιατί δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ πολλαπλασιάση, πηγαίνοντας στὸ ἄπειρο, τὴ σειρὰ αὐτὴ τῶν ὁλοτήτων καὶ τῶν ἀνωτέρων αἰτίων. Αὐτὴ ἡ ἔσχατη αἰτία ὑπερβαίνει ὅλες τὶς δημιουργημένες αἰτίες. Μὲ τὴν αἰτία τοῦ ὅλου ὑπάρχει καὶ σχηματίζεται τὸ ὅλο καὶ τὰ μέρη του• τὰ ἴδια τὰ μέρη παρουσιάζουν τὴν αἰτία τοῦ ὅλου σὰν αἰτία ποὺ τὰ περιλαμβάνει. Ἔτσι, ὅπως ὁ ἥλιος περιλαμβάνει στὸ φῶς του τὴ φύση καὶ τὴ δύναμη τῶν ἄστρων, ὅμοια ἡ αἰτία ἢ ὁ λόγος τοῦ ὅλου καλύπτει τοὺς λόγους καὶ τὶς αἰτίες τῶν μερῶν τὰ μέρη εἶναι καὶ ἐξηγοῦνται ἀπὸ τὸ ὅλο, ὅπως τὰ ἀποτελέσματα ἀπὸ τὰ αἴτια, καὶ οἱ ἰδιότητές τους περιέχονται, χάρη στὴν ἀναφορά τους, στὴν αἰτία τοῦ ὅλου, ποὺ ἀποτυπώνεται σ' αὐτά. Ἔτσι, ἀφοῦ τὸ πᾶν εἶναι μέσα σὲ ὅλα, ὁ Θεὸς εἶναι ἄπειρα πάνω ἀπὸ ὅλα, εἶναι ὁ μόνος ποὺ γίνεται ὁρατὸς μέσα σὲ ὅλα, ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἔχουν τὴ σκέψη καθαρή. Στὶς τελευταῖες γραμμὲς τῆς παραγράφου Ι τοῦ κεφαλαίου Α', εἰσάγοντας τὴν ἔννοια «λόγος», ὁ ἅγιος Μάξιμος λέγει ὅτι ὁ νοῦς, ἐξετάζοντας τοὺς λόγους τῶν δημιουργημάτων μέσα στὸ σύνδεσμό τους, φτάνει στὸ Θεό, τὴν αἰτία, τὴν ἀρχή, τὸ σκοπό, τὸν ἀδιάστατο κόλπο τῶν ὅλων. Γιατί τὰ ὄντα ἀποτελοῦν ἕνα ἁρμονικὸ σύνολο ἐννοιῶν, ἀσώματων λόγων. Δὲν εἶναι πράγματα ὑλικά.

17. Ἐδῶ ὁ ἅγιος Μάξιμος κάνει ἀκριβῆ παραλληλισμὸ ἀνάμεσα στὴν ἐνέργεια τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἀφορᾶ στὰ μέλη της, καὶ στὴν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ μέσα στὸν κόσμο. Βέβαια καὶ μὲ τὴν Ἐκκλησία ἐπίσης ἀσκεῖται ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, διὰ τῆς Ἐκκλησίας πάνω στὰ μέλη της εἶναι μιὰ ἐνισχυμένη μορφὴ τῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ μέσα στὸν κόσμο. Μ' αὐτὴν τὴν ἐνισχυμένη ἐνέργεια ὁ κόσμος γίνεται καλύτερος καὶ δραστηριοποιεῖται ὁλοένα. Ἡ Ἐκκλησία παραμένει πάντα εἰκόνα τοῦ θείου Ἀρχετύπου, γιατί παρουσιάζεται σὰν τὸ ὁρατὸ μέσο καὶ μ' αὐτὴν ἀσκεῖται ὁρατά, κατὰ κάποιο τρόπο, ἡ ἀόρατη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ἡ Ἐκκλησία ξαναγεννᾶ πνευματικὰ τὰ μέλη της μέσα στὴν πολλαπλῆ ποικιλία καὶ ἀποτυπώνει σ’ αὐτά, μὲ ὅλη αὐτὴ τὴν ποικιλία, μία μόνη θεία μορφή, ἕνα μόνο ὄνομα ποὺ δείχνει τὴν ὕπαρξή τους ἐν Χριστῷ. Ἂν τὰ μέρη τοῦ δημιουργημένου σύμπαντος κρατιοῦνται μέσα στὴν ἑνότητα τοῦ ὅλου καὶ μέσα στὸ σύνδεσμο μὲ τὸ Θεό, μὲ τὴ σχέση τῆς αἰτίας, τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας κρατιοῦνται ἑνωμένα μὲ τὴ σχέση τῆς πίστης, ποὺ τὴν ἔχει δώσει καὶ τὴ συγκρατεῖ ἡ χάρη. Καὶ τὸ ὅλο ποὺ σχηματίζουν εἶναι τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὁ Υἱὸς τοῦ ἐνσαρκωμένου Θεοῦ, ποὺ ἔγινε γι' αὐτὸ ἡ κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας. Μέσα στὸ Χριστό, ἑνώνονται τώρα μὲ τρόπο πιὸ στενὸ οἱ ἄνθρωποι οἱ χωρισμένοι ἀπὸ τὴν ἐθνικότητα, τὸ φῦλο, τὴν ἡλικία, κι Ἐκεῖνος τοὺς κλείνει στὸν ἑαυτό του, στὸ ὄνομα τῆς ἴδιας αἰτιακῆς ποιότητας καὶ μοναδικῆς δύναμης μὲ τὴν ἴδια τὴν ἄπειρα σοφὴ δύναμη τῆς καλωσύνης, μὲ τὴν ὁποία ὅλα ὁδηγοῦνται καὶ κρατιοῦνται μέσα στὴν ἑνιαία ὕπαρξη τοῦ δημιουργημένου σύμπαντος. Μέσα στὸ Χριστό, ὁ Θεὸς δὲν ἀφήνει τὰ δημιουργήματα νὰ γίνουν ὁλοκληρωτικὰ ξένα μεταξύ τους καὶ χωρισμένα ἀπὸ τὸ Θεό, καὶ νὰ ξεπέσουν γι' αὐτὸ ἀπὸ τὴν ὕπαρξη, μὴ ἔχοντας πιὰ τὴν εἰρήνη καὶ τὸ σύνδεσμο ποὺ τὰ ἐνώνει μὲ τὸ Θεό. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ἐπαναλαμβάνει ἐδῶ τὴν εἰκόνα τοῦ κέντρου καὶ τῶν γραμμῶν ποὺ ξεκινοῦν ἀπ' αὐτό, τοῦ κεφαλαίου τοῦ «Περὶ Διαφόρων Ἀποριῶν»: «Τὶς ἡ περὶ ἐμὲ σοφία κ.λ.π.» (P.G. 91, 1068 - 1084). Ἀλλὰ ἐδῶ ἐφαρμόζει αὐτὴ τὴν εἰκόνα στὸ σύνδεσμο τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὸ Χριστό, πρᾶγμα ποὺ δὲν κάνει στὸ «Περὶ Διαφόρων Ἀποριῶν». Κατὰ συνέπειαν, ὁ Χριστὸς δὲν κάνει γιὰ τὴν Ἐκκλησία ἔργο διάφορο ἀπὸ τὸ ἔργο ποὺ ἐκτελεῖ ὁ Θεὸς γιὰ τὸν κόσμο, ἀλλὰ ἀκριβῶς τὸ τελειοποιεῖ, ξεκινῶντας ἀπὸ ἕνα μικρὸ κύκλο ἀνθρώπων, μὲ τὴν πρόθεση νὰ ἐπεκτείνη αὐτὴ τὴν ἐνισχυμένη μορφὴ τοῦ ἔργου του ἐπάνω σ' ὅλη τὴ δημιουργία. Ἡ Ἐκκλησία φέρνει σὲ πέρας τὴν ἴδια ἐνέργεια τῆς ἑνοποίησης τῶν πιστῶν, ποὺ ἐκτελεῖ ὁ Θεὸς πάνω στὰ δημιουργήματα, συγκεντρώνοντάς τα γύρω του, σὰν αἰτία καὶ σκοπός, μὲ τὴν ἀναφορὰ τους σ' Αὐτόν. Ἡ «ἕνωση» ὅλων μέσα στὸ Θεό, εἴτε μὲ τὴν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ σὰν αἰτίας ὅλων μέσα σ' ὁλόκληρο τὸ σύμπαν, εἴτε μὲ τὴ χάρη τοῦ Χριστοῦ μέσα στὴν Ἐκκλησία, εἶναι ὁ ἐπιδιωκόμενος σκοπός, σύμφωνα μὲ τὸν ἅγιο Μάξιμο, μέσα στὸ σύμπαν καὶ μέσα στὴν Ἐκκλησία, χωρὶς ἐξαφάνιση τῶν διαφορῶν ἀνάμεσα στὰ δημιουργήματα. Γιατί μέσα στὴ διαίρεσή τους ἐμφωλεύει γι' αὐτὰ ὁ κίνδυνος νὰ χάσουν τὴν ὕπαρξη.

Μάξιμος ο Ομολογητής

Μυσταγωγία (στην δημοτική)

Εισαγωγὴ - Σχόλια: πρωτοπρεσβύτερος Δημήτριος Στανιλοάε,
Μετάφραση: Ἰγνάτιος Σακαλὴς.
ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 1997.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...