Thursday 28 March 2013

Γέροντας Εφραίμ Φιλοθεΐτης-Περί Ασθενειών


1.Η αλήθεια είναι ότι αι ασθένειαι, αι θλίψεις και τα βάσανα των Χριστιανών, δημιουργούν την κάθαρσιν της ψυχής και την συγχώρησιν των αμαρτιών. Ο κάθε χριστιανός έχει καθήκον ιερόν, οποίου είδους σταυρόν τον επιφορτίση ο Θεός, να τον δεχθή με καρδίαν άκακον και απλήν και να τον ανεβάση υψηλά εις τον ένδοξον Γολγοθάν. Συμβαίνει ενίοτε να γονατίση προ του κόπου και του βάρους, αλλά ο Θεός θα στείλη άλλον καλόν Σίμωνα Κυρηναίον, δηλαδή την χάριν της υπομονής, ο οποίος θα ανεβάση τον σταυρόν εις τον Γολγοθάν. Όταν υποφέρωμεν θλίψεις σωματικώς και ψυχικώς, τότε κατέχομεν βεβαίαν την μαρτυρίαν ότι ο Θεός, μας αγαπά και ότι ημείς συγκαταριθμούμεθα μεταξύ των προσφιλών τέκνων, του Θεού. Όταν υπάγωμεν εις το νεκροταφείον, εκεί θα ίδωμεν εις κάθε τάφον και ένα σταυρόν, άλλον ξύλινον, άλλον πέτρινον, άλλον σιδερένιον κ.λ.π. Ούτω και εις κάθε ψυχήν χριστιανικήν δίδει ο Θεός και ένα σταυρόν. Εις άλλον δίδει σιδερένιον, εις άλλον ξύλινον, εις άλλον πέτρινον, εις έκαστον καθώς γνωρίζει η σοφία του Θεού. Ο κύριος σκοπός του Κυρίου είναι το πώς να σώση την πολύτιμον ψυχήν, αδιαφόρως εάν πάσχη. Αυτός ο Ίδιος χορηγεί και την υπομονήν και την φώτισιν εις το να ημπορέση να φέρη εις πέρας τον σταυρόν.
Αι ασθένειαι είναι η εγερτήριος σάλπιγξ της ψυχής, η οποία ενύσταξεν από το ναρκωτικόν ποτόν της αγνοίας, της λήθης, της αμνημοσύνης του Θεού. Αι ασθένειαι βιάζουν την ψυχήν, την οποίαν εξώθησεν η αμέριμνος επιβλαβής υγεία και την ωθούν να την θέσουν εντός του ορθού βίου. «Εν θλίψει εμνήσθην Σου» ( Ησαϊα 26,16 ), «εν θλίψει επλάτυνάς μοι» ( Ψαλμ.4,1 ). «Δια πολλών θλίψεων δει εισελθείν ημάς εις την ζωήν» ( Πράξ. 14,22 ), «εν τη υπομονή υμών κτήσασθε τας ψυχάς ημών»( Λουκ. 21,19 ).
Ποτέ δεν θα μας φανούν ωκεανός αι περιεκτικαί θλίψεις, όταν σκεπτώμεθα ότι όλα διέπονται και επιχορηγούνται εκ της αγίας δεξιάς Εκείνου, ο Οποίος μας αγαπά ως ουδείς των ανθρώπων.
Τα ραπίσματα της αγνής αγάπης ποτέ, ποτέ δεν επιφέρονται χωρίς να προοράται σκοπός άγιος και σωτήριος! Ο Κύριος διαλαμβάνει εις το ιερόν Ευαγγέλιον ότι χωρίς το θέλημα του ουρανίου μας Πατρός δεν πίπτει ούτε στρουθίον νεκρόν και ότι και αι τρίχες της κεφαλής μας, ηριθμημέναι εισίν.
Πόσην διαβεβαίωσιν, μας δίδουν οι λόγοι ούτοι, ότι όλα τα έργα μας, τα λόγια μας και αι ενθυμήσεις μας, είναι γνωστά εις τον Θεόν και ότι αι θλίψεις μας είναι εν γνώσει Του, είναι από την πρόνοιαν Αυτού και επιδιώκουν κάποιον σωτήριον σκοπόν! Τας θλίψεις της ασθενείας, μας τας στέλνει το άγιον χέρι του αγαθού Θεού. Το πλέον ενεργητικώτερον φάρμακον δια την ψυχικήν υγείαν είναι η αρρώστεια του σώματος. Τι μεγάλην διαφθοράν είχεν η ανθρωπότης, και σωματικήν και πνευματικήν, προ της ελεύσεως του Κυρίου! Ποίον φάρμακον επέφερε την πνευματικήν αναγέννησιν εις τας ψυχάς των ανθρώπων; Ουχί ο γιγάντιος Σταυρός του Κυρίου Ιησού; Εάν ο σταυρικός θάνατος του Κυρίου δεν επραγματοποιείτο, εν ουδενί άλλω τρόπω σωθήναι ηδύνατο ο άνθρωπος. Πρότυπον εγένετο ο Ιησούς φέρων τον Σταυρόν Του, έδειξεν ούτω ότι, όστις θέλει να σωθή, πρέπει να Τον ακολουθήση, να υπομείνη τον σταυρόν, που θα του φορτώση ο Κύριος αναλόγως με την δύναμίν του, να ανέλθη εις τον Γολγοθάν, να συσταυρωθή με τον Ιησούν και κατόπιν να συνδοξασθή με τον Κύριον εις την βασιλείαν του Θεού. Όταν θα βλέπη η ψυχή να της δίδεται δόξα και ανάπαυσις εις την ουράνιον ευτυχίαν, αναλόγως με τον σταυρόν που εσήκωσε, θα ταλανίζη εαυτήν, πως δεν εσήκωσε μεγαλύτερον σταυρόν, ίνα λάβη μεγαλυτέραν δόξαν και ανάπαυσιν. Θα λέγη: «ο κόπος τότε ήτο ολιγοχρόνιος, ενώ τώρα υστερούμαι αγαθών αιωνίων!». Και ο πατριάρχης Αβραάμ ακόμη θα μετανοή, όταν θα βλέπη την διανομήν των ευτυχιών, διατί δεν ηγωνίσατο περισσότερον!
Μία νεαρά κόρη ήτο συνεχώς άρρωστη από μίαν κακήν ασθένειαν, τελικώς απέθανε. Φανερώνεται ένα βράδυ εις την αδελφήν της, εκείνη την ερωτά: «Πως έχεις, αδελφή μου, εκεί όπου επήγες;» Και η αποθανούσα της λέγει: «Τι να σου είπω, αδελφή μου, πολλήν δόξαν και ανάπαυσιν μου έδωκεν ο Χριστός δια την ασθένειάν μου, αχ, να ημπορούσα να έλθω πάλιν εις την γην, να υποφέρω μεγαλυτέραν ασθένειαν, δια να λάβω εδώ μεγαλυτέραν δόξαν!».
Εάν ο ίδιος ο Κύριος, ο Παντοδύναμος, ο αναμάρτητος, εσήκωσε Σταυρόν χάριν του ανθρώπου, χάριν της σωτηρίας του, πόσην ανάγκην έχομεν ημείς οι αμαρτωλοί, που κάθε ώραν αμαρτάνομεν, από έναν σταυρόν σωτήριον; «Ητοιμάσθην και ουκ εταράχθην» ( Ψαλμ. 118,60 ), λέγει ο προφήτης Δαυϊδ. Πρέπει να είμεθα πάντοτε έτοιμοι εις το να υπομένωμεν άνευ γογγυσμού κάθε πειρασμόν, τον οποίον θα μας στείλη το άγιον χέρι του Ιατρού, του Θεού. Εφ’ όσον ο τοιούτος πειρασμός θα προέλθη, θα παραχωρηθή απ’ Εκείνον, ο Οποίος, μας αγαπά εις απεριόριστον βαθμόν, ποτέ μα ποτέ δεν θα είναι κακός, διότι μετά τον πειρασμόν θα ίδωμεν το καλόν αποτέλεσμά του, θα ίδωμεν τον κύριον σκοπόν του Θεού. Βλέποντας ο Κύριος Ιησούς τους μέλλοντας πειρασμούς των οπαδών Του, τους εστήριζε λέγοντας: «Εν τη υπομονή υμών κτήσασθε τας ψυχάς υμών» ( Λουκ. 21,19 ), «ο υπομείνας εις τέλος, ούτος σωθήσεται» ( Ματθ. 10,22 ). Υποφέροντας και εσύ μεθ’ υπομονής την ασθένειάν σου συγκαταριθμείσαι μετά των πεφιλημένων τέκνων του Θεού. Το βάρος σου θα σου γίνη μίαν ημέραν ανάστασις, αι στενοχωρίαι σου, χαρά, η υπομονή σου, αιώνιος ζωή! Κράζε με ευχαριστίαν προς Τον Κύριον: «Είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον… ως έδοξε τω Κυρίω ούτω και εγένετο… δόξα… πάντων ένεκεν…» ( Ιώβ 1,21 ). Κράζοντας ούτω, χαράς και ειρήνης θα πληρώνεται η ψυχή σου και συνάμα θα εδράζεσαι εις την υπομονήν. Ο Χριστιανός τι είναι; Τι πρέπει να έχη; Ασφαλώς μεγάλην υπομονήν εις πάντα. Δια τους υποφέροντας διαφόρους θλίψεις είναι η αιώνιος ανάπαυσις. «Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι καγώ αναπαύσω υμάς» ( Ματθ. 11,28 ), λέγει ο Κύριος.
Η οδός, η οποία οδηγεί τους διαβάτας εις την πόλιν του παραδείσου, είναι εσπαρμένη όλη με ακάνθας και οι οδεύοντες εν αυτή αιμορραγούν από τα κεντήματα των ακανθών, αλλά η ελπίς της απολαύσεως του παραδείσου τα υπερνικά όλα και παρέχει υπομονήν εις τους οδοιπόρους, καθώς έλεγαν και οι τεσσαράκοντα άγιοι μάρτυρες, όταν τους έρριψαν εις την παγωμένην λίμνην: «Δριμύς ο χειμών, γλυκύς ο παράδεισος, αλγεινή η πήξις, γλυκεία η απόλαυσις». Ο Πανάγαθος Θεός ας συναριθμήση και ημάς τους ευτελείς μετά των κοπιώντων και πεφορτισμένων, ίνα μας αναπαύση αιωνίως, αμήν.

2. Από τον καιρόν κατά τον οποίον ο γλυκύς μας Ιησούς εσήκωσε επί των αχράντων Του ώμων το ζωοποιόν ξύλον του Τιμίου Σταυρού και ανηρτήθη εις αυτό, έκτοτε δια των αιώνων συνεχίζεται υπό των οπαδών Αυτού η άρσις του Σταυρού, υπό την έννοιαν των ποικίλων θλίψεων και δοκιμασιών, δια των οποίων θριαμβεύει ο χριστιανός έναντι της πολυμόρφου και καταστρεπτικής φιλαυτίας. Ο Σωτήρ τονίζει εις ημάς δια του Ευαγγελιστού Λουκά «όστις ου βαστάζει τον σταυρόν εαυτού και έρχεται οπίσω μου, ου δύναται είναι μου μαθητής» ( Λουκ. 14,27 ), και πάλιν δια του ιδίου «Ει τις θέλει οπίσω μου έρχεσθαι, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού καθ’ ημέραν και ακολουθείτω μοι» ( Λουκ. 9,23 ). Ο Αββάς Ισαάκ, ο ησυχαστής φιλόσοφος, λέγει ότι: «εις εκάστην στιγμήν χρόνου, αλλοίωσις γίνεται εν τω ανθρώπω». Και όντως αι διαθέσεις τόσον της ψυχής, όσον και του σώματος, δεν παύουν την αλλαγήν των εις εκάστην στιγμήν, δημιουργούσαι ούτω πότε στενοχωρίαν, άλλοτε πόνον, ενίοτε προσδοκίαν θλιβερών ειδήσεων, κάποτε ακαθόριστον ακαταστασίαν και στενοχωρίαν ψυχικήν και σωματικήν, προερχόμεναι είτε εκ σωματικών αιτίων, είτε και το αντίθετον εκ ψυχικών τοιούτων, επιβεβαιούσαι τοιουτοτρόπως την κατάραν του Θεού, που επωμίσθη το ανθρώπινον γένος εκ της παρακοής των πρωτοπλάστων. Ο καλός όμως Ιησούς, το Ξύλον της ζωής, αφ’ ενός δια του αγίου Του παραδείγματος και αφ’ ετέρου δια των θείων Του διδασκαλιών, εις τον σταυρόν των θλίψεων επιχέει βάλσαμον παρηγορίας μετά πολλών ζωοποιών διαβεβαιὠσεων, ότι δια πολλών θλίψεων θα δυνηθώμεν να εισέλθωμεν εις την αιώνιον Αυτού βασιλείαν.
Εις την Παλαιάν Διαθήκην εις το βιβλίον της Εξόδου, μεταξύ των άλλων γεγονότων, εξιστορείται και το κατωτέρω χαρακτηριστικόν: «Όταν οι Ισραηλίται παρήκουσαν του Θεού εις την έρημον και ως κανόνα της παρακοής των εξαπέστειλεν εις αυτούς όφεις, οι οποίοι έδακνον αυτούς και απέθνησκον, τότε ο Θεός εισακούων την προσευχήν του Μωϋσέως, όστις ηύχετο εκτενώς υπέρ κοπάσεως ταύτης της οργής, διετάξατο αυτώ ποιήσαι χαλκούν όφιν και αναρτήσαι επί ξύλου και πας ο δακνόμενος υπό των όφεων και προσβλέπων επί τον χαλκούν όφιν, ευθύς ιατρεύετο» ( Αριθμοί 21,6 ). Και ο Ιησούς μας εν τω ιερώ Ευαγγελίω παρομοιάζων την ύψωσιν του χαλκού όφεως με την ιδικήν Του ζωοποιόν ύψωσιν λέγει: «Και καθώς Μωϋσής ύψωσε τον όφιν εν τη ερήμω, ούτως υψωθήναι δει τον Υιόν του ανθρώπου» (Ιωάν. 3,14 ). Η αμαρτία λοιπόν, υπό την έννοιαν φαρμακερού όφεως, δάκνει τον άνθρωπον δηλητηριάζουσα δια μέσου της ενόχου και εμπαθούς ηδονής τον οργανισμόν της ταλαιπώρου ψυχής και επιφέρουσα τον θάνατόν της και τον χωρισμόν της από του Θεού.
Ο Χριστός μας όμως, ο νοητός χαλκούς όφις, αναρτηθείς εν τω ζωοποιώ ξύλω του τιμίου Σταυρού, δια μέσου των υψίστων ευαγγελικών αληθειών ιατρεύει τας δακνομένας από την ποικίλην αμαρτίαν ψυχάς, δίδων ζώσαν ελπίδα ζωής ακαταλήπτου. «Που σου, θάνατε, το κέντρον; Που σου, άδη, το νείκος;» Κατελύθησαν, ηφανίσθησαν, ηδράνησαν και ενεκρώθησαν τελείως αι δυνάμεις της απαισίου τυραννίας σου δια του θανάτου και της Αναστάσεως του σώζοντος τας ψυχάς ημών Ιησού, του Θεού ημών.
Δια μέσου της ηδονής και της ηδυπαθείας δηλητηριάζεται και σκοτίζεται η καρδία. Σκοτιζομένη δε πράττει τα έργα του σκότους, λυπούσα το Άγιον Πνεύμα, όπερ εδέξατο δια της αναγεννήσεως εν τη ιερά κολυμβήθρα. Αντιθέτως ο πόνος και η θλίψις εκτοπίζουν την ένοχον ηδυπάθειαν από την καρδίαν. Καθαριζομένη δε αύτη δια του πόνου, καθίσταται δεκτική του παρακλήτου Πνεύματος. Ελθών δε ο αγαθός Παράκλητος, παρηγορεί, ενθαρρύνει, φωτίζει και ως άλλος τροφεύς ζωογονεί ταύτην δια των θεϊκών διδασκαλιών και των αντιλήψεων της χαράς και της ελπίδος. Ιδού λοιπόν ο νοητός χαλκούς όφις, ο Ιησούς, ιατρεύων δια του πόνου τας ψυχάς τας πασχούσας υπό των δηγμάτων της πολυμόρφου φαρμακεράς αμαρτίας. Άρα εκ των αδιασείστων της πείρας αληθειών, ο πόνος και η θλίψις είναι το ουσιωδέστερον φάρμακον της νοσούσης από την αμαρτίαν ψυχής, συγχρόνως και άριστος παιδαγωγός δια την πνευματικήν εξύψωσιν της ψυχής, που εν τη αμαρτία και τω ηθικώ σκότει ημαύρωσε το κάλλος της, αποκτώσα ούτω τας ηθικώς κακάς έξεις. Ο πόνος υπό την ποικίλην έννοιαν καθίσταται ο επιτήδειος καλλιεργητής, που από αγριελαίαν την αμαρτωλήν ψυχήν μετακεντρίζει εις καλλιελαίαν. Η αμαρτία σκληρύνει την καρδίαν του αμαρτωλού, τον καθιστά ανάλγητον, τίποτε δεν τον συγκινεί, διότι λείπει ο Θεός, ο πονών και συμπαθών τους ανθρώπους. Ο φιλάνθρωπος όμως Θεός, «ελθών ζητήσαι και σώσαι το απολωλός» τι εργάζεται; Καταστρώνει το σχέδιον της σωτηρίας της απομεμακρυσμένης ψυχής δια μέσου του πόνου, ιδίως δια της ασθενείας. Και εκεί όπου βλέπεις π.χ. τον ακμαίον νέον να φυσιούται επί ρώμη και να συμπεριφέρεται αγερώχως, χωρίς να ενθυμήται ψυχήν και Θεόν, εξαίφνης κατακλίνεται επί κραββάτου οδύνης. Τότε ως εμπειρότατος και δεξιοτέχνης ιατρός ο πόνος αρχίζει την χειρουργικήν επέμβασιν. Πρώτον ομαλύνει την καρδίαν αποβάλλων ολίγον κατ’ ολίγον την τραχύτητα και ούτω μαλακώνει την ψυχήν. Ο πρώην σκληρός εις την καρδίαν, γίνεται απαλός, ήμερος εις τα συναισθήματα. Συμπονεί τους συναρρώστους του, ομιλεί μετά συμπαθείας ο άλλοτε ασυμπαθής. Και αφού δια τοιούτων και διαφόρων άλλων συναισθημάτων γενωμένων εκ της παιδαγωγικής ράβδου του πόνου, καταστρωθή το έδαφος της καρδίας, τότε ανοίγονται και τα ώτα της πρώην κωφευούσης ψυχής και δέχεται και συγκρατεί και ακούει μετά προσοχής τον λόγον της αληθείας, το ευαγγέλιον της σωτηρίας. Τότε ο αδιάφορος προηγουμένως εις τον Θεόν και την ψυχήν του, γίνεται ζηλωτής εις το να αναγινώσκη διάφορα βιβλία και περιοδικά θρησκευτικού περιεχομένου. Αρχίζει να ενθυμήται με πραγματικήν συντριβήν και συναίσθησιν την αμαρτωλότητά του και μανθάνει ούτω να προσεύχεται μετά κατανύξεως, γινόμενος εντός ολίγου διαπρύσιος κήρυξ της ευεργεσίας του αρίστου ιατρού, του πόνου ότι όντως είναι ο μονοδικός θεραπευτής της μακράν του Θεού αρρωστείας.
Αλλά ο πόνος δεν θεραπεύει μόνον τον μακράν του Θεού άνθρωπον, αλλά και ιατρός ψυχών υγιαινουσών είναι, νοσούντων μερικώς, ασθένειαν μη προς θάνατον, όπως είναι η κατά καιρούς αμέλεια, η κατάκρισις, η φιλαυτία, η δειλία, η αμφιβολία κ.λ.π.
Ο πόνος εξασκεί ακόμη την ενέργειάν του και επί των αγίων, ίνα δια της υπομονής των, πληθύνουν την εν ουρανοίς δίξαν των. Αλλά πολλάκις πάσχουν οι άγιοι και προς παραδειγματισμόν των άλλων ανθρώπων, όπως συνέβη εις τον πολύαθκον Ιώβ, την αγίαν Συγκλητικήν και τόσους άλλους αγίους.
Όταν έχωμεν ένα ωραίον έπιπλον και το αφήσωμεν ανεπιμέλητον δι’εν χρονικόν διάστημα, θα ίδωμεν ότι έχει επικαθήσει στρώμα σκόνης λεπτής, και ναι μεν δεν το έφθειρεν, εμείωσεν όμως την λάμψιν και την ωραιότητα. Ούτω γίνεται και εις την υγιαίνουσαν ψυχήν, όταν λείψουν αι κατά καιρούς θλίψεις, π.χ. η αμέλεια ολίγον κατ’ ολίγον χωρίς να το αισθανθή κανείς, αν δεν το προσέξη εγκαίρως, επικάθηται ως σκόνη εις το έπιπλον και χάνει η ψυχή τον πρώτον ζήλον της προς τον Θεόν. Εύχεται μεν, κάνει τα καθήκοντά της, αλλ’ όχι όπως πρέπει. Εάν όμως έλθη ο πόνος, εάν επισκεφτή η θλίψις, τότε ο αήρ φυσά και ανάπτει πάλιν η φλοξ, δηλαδή ο ζήλος δια την εκτέλεσιν των προς Θεόν καθηκόντων της.
Όπως συμβαίνει εις την αμέλειαν, ούτω και εις κάθε ασθένειαν της ψυχής. Ο πόνος είναι το θεϊκόν φάρμακον της νοσούσης ψυχής, που εφεύρεν η άπειρος σοφία του Θεού και το μεταχειρίζεται μετ’απολύτου κύρους και άνευ επιφυλάξεων, ίνα δια του τοιούτου δραστικού φαρμάκου συνερχόμενοι, γρηγορώμεν και νήφωμεν εις την εκτέλεσιν του αγίου Του θελήματος, λαμβάνοντες ούτω, ως βραβείον της ανυστάκτου ημών προσμονής εις αυτό, εν τω καιρώ της αποδόσεως, την είσοδον εις την αιώνιον τερπνότητα του Κυρίου, συγχαίροντες και αγαλλόμενοι μετά των απ’ αιώνων κεκλημένων εν αυτή, υμνούντες ακαταπαύστοις ευφροσύνοις ύμνοις, μετά της Κυρίας Θεοτόκου, των αγγέλων και πάντων των αγίων, το ευλογητόν όνομα του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, ω πρέπει δόξα, τιμή και κράτος εις τους ατελευτήτους αιώνας των αιώνων.

3. Ο Θεός παιδεύει και πάλιν ιάται, ανεβάζει και κατεβάζει. Εις το θέλημα του Κυρίου τις δύναται αντιστήναι; Εάν θέλει ο Θεός να πάσχωμεν, άρα έχει κάποιον σωτήριον σκοπόν, τον οποίον ημείς οι γήϊνοι δεν δυνάμεθα προορατικώς να τον προϊδωμεν, ενώ η υπομονή και η μακροθυμία και το ταπεινόν της παραδοχής του πειρασμού, πάντοτε, ναι, πάντοτε, θα φέρη κατόπιν βεβαίαν ωφέλειαν.
Βάσταζε, παιδί μου, τον σταυρόν σου και γνώριζε ότι εις όσα πάσχομεν είναι γνώστης ο Θεός και ως Πατήρ γνήσιος προσπαθεί με κάθε τρόπον να μας μορφώση εντός μας, τον Ιησούν Χριστόν. Θέλει να πάσχωμεν, διότι οίδεν, τι έχει ετοιμάσει δια τα πάσχοντα παιδιά Του εις τους ουρανούς. Εάν όμως δεν στείλη εις αυτά θλίψεις, θα αδικηθούν, διότι θα υστερηθούν τα ανεκλάλητα αγαθά του ουρανού. Όσον περισσότερον πάσχομεν, τόσον πιο ωραίος στέφανος της δόξης πλέκεται!
Mη πιστεύης ποτέ ότι έχεις δαιμόνιον, μη σε πλανέση ποτέ κανένας τέτοιος λογισμός. Εις πολλούς μοναχούς συμβαίνουν τοιαύτα, όταν αρρωστήσουν, ούτως ο Θεός τα έκανε. Όταν ασθενή το σώμα, να ακολουθή σύμφωνα και η ψυχή, και όταν η ψυχή πάσχη και το σώμα να μαραίνεται και να σκυθρωπάζη. Σε εφθόνησεν ο πειρασμός, παιδί μου, αλλά ας κάμνωμεν υπομονήν, δια να σκάση αυτός και να δοξασθή ο Θεός. Θα παρέλθουν όλα και ο χειμών ομοίως και θα ανατείλη και πάλιν η γλυκεία άνοιξις της υγείας και θα χαίρεσαι και θα λέγης: «Μακάριον, ότι εταπείνωσάς με, όπως αν μάθω τα δικαιώματά σου». Ποίος δεν πονεί, όταν εγχειρίζεται και ποίος δεν πονεί, όταν υποχωρήση η χάρις του Θεού και βρίθουν μύριοι λογισμοί διεστραμμένοι; Ούτως ωκονόμησεν η θεία Σοφία, να κατεργάζεται την διόρθωσιν της ψυχής. Όπως οι καιροί της φύσεως, δηλαδή ο Χειμώνας, η Άνοιξις, το Καλοκαίρι, το Φθινόπωρον, ο ένας διαδέχεται τον άλλον, ούτω πως και οι καιροί οι πνευματικοί, φεύγει ο ένας, έρχεται ο άλλος και ούτω συνηθίζει η ψυχή εις όλας τας πνευματικάς αλλοιώσεις και γίνεται σοφή και έμπειρος. Και αυτή η πείρα είναι χάρις, η οποία βαστάζει την ψυχήν εν καιρώ των φοβερών αλλοιώσεων, ώστε να σοφίζεται εκ των προηγουμένων πειρασμών ότι μόνον η υπομονή και η μακροθυμία παρέχουν κατάστασιν ειρηνικήν και σκέψεις ωφελίμους, οπότε εξερχόμεθα εκ των πειρασμών με ωφέλειαν και γινόμεθα περισσότερον σοφοί και έμπειροι.

 4 .
Παιδί μου, αν και πολλά της ασθενείας σου είναι από παρακοήν, εν τούτοις όμως διαφαίνεται εν σοι η αγάπη του Θεού. Πολύ σε αγαπά ο Θεός, δια τούτο και σε παιδεύει. Την πολύτιμον σωτηρίαν σου κατεργάζεται ο Θεός δια μέσου των δοκιμασιών σου, θέλοντας να σου ελαφρύνη το φορτίον και να γεμίση το σκεύος της ψυχής σου με το δώρον της μεγάλης ελπίδος, δια την κατάκτησιν του ουρανού και την αιώνιόν σου παραμονήν πλησίον του Χριστού, που αγάπησες φλογερά!
Λοιπόν τι μένει πλέον; Υπομονή εις το έπακρον, θάρρος εις την δοκιμασίαν σου και μία απέραντος ευχαριστία εις τον άριστον Κυβερνήτην των ψυχών μας, την οποίαν ευχαριστίαν θα συνοδεύη και μία χαριτωμένη ταπείνωσις. Βάδιζε, παιδί μου, τον ανηφορικόν δρόμον του ιερού Γολγοθά με τον Σταυρόν, που σου έδωσε το ευεργετικώτατον χέρι Εκείνου, που σε αγαπά και σε παιδεύει, δια να μεταλάβης της αγιότητος Αυτού. Βάρος αιωνίου δόξης κατεργάζεται η θλίψις και η ασθένεια εις την ψυχήν, η οποία υπομένει και ευχαριστεί τον Θεόν.

 5 . Εύχομαι, παιδί μου, ο Θεός της υπομονής και της παρακλήσεως να σε ενισχύη εις την ασθένειάν σου, όπου Θεού θελήματι περιέπεσες. Έμαθα ότι αρρώστησες βαρειά, πόνεσα πολύ, και παρεκάλεσα την Παναγίαν μας να σε κάνη καλά, πρώτα ψυχικώς και μετά σωματικώς. Να σκέπτεσαι παιδί μου, τους αγίους μάρτυρας, πόσα και πόσα δεν υπέμειναν δια την αγάπην του Χριστού μας! Να λέγης και συ: «Υπόμεινον, ταπεινέ, της ασθενείας τους πόνους, ίνα φύγης τους αιωνίους πόνους της κολάσεως!». Εκείνοι οι μάρτυρες θεληματικώς εισήλθον εις τα βάσανα του μαρτυρίου, ενώ εσύ ακουσίως πονάς, και αυτό καλόν είναι, θα σε ωφελήση αρκετά. Μόνον μετά χαράς και ευχαριστίας να υπομείνης την παιδείαν του Κυρίου. Ταύτα και άλλα πολλά να μονολογής, ώστε να τονώσης τον εαυτόν σου προς καρτερίαν και παρηγορίαν.

 6 .
Την υγείαν σου να την αναθέτης εις τον Θεόν. Εάν κάτι το επιβάλλη η ασθένεια ή ο ιατρός, να το παίρνης με την ελπίδα ότι ο Θεός δι’ αυτών θα συντελέση να γίνη εκείνο, που θέλει Αυτός να γίνη, χωρίς βέβαια η αυταπάρνησις να μας οδηγήση εις την αυτοκτονίαν, ούτε η περιποίησις εις την φιλαυτίαν, αλλά την μέσην οδόν να βαδίσωμεν, δηλαδή να κάμνωμεν το επιβαλλόμενον με πίστιν, δια να μη μας λογισθή αυτοκτονία. Το αν θα γίνω καλά με το μέσον που μεταχειρίσθηκα, αυτό το αφήνω με πίστιν εις τον Θεόν. Έχε, παιδί μου, υπομονήν εις όλα σου τα παθήματα. Η ασθένεια, όταν την υπομένωμεν, έχει πάρα πολύ το κέρδος εις την ψυχήν, αρκεί να κατηγορής τον εαυτόν σου, διότι κυρίως δια τας αμαρτίας μας υποφέρομεν και κατά το πλείστον δια την υπερηφάνειαν της καρδίας μας.

 7η Επιστολή .
Εύχομαι πάντα να υγιαίνης, ασθενών δε να υπομένης την παιδείαν του Κυρίου, η οποία αποστέλλεται από καρδίαν στοργικήν, πλατείαν σφόδρα. Και μία τοιαύτη παιδεία, προελθούσα από μίαν τοιαύτην καρδίαν, ποτέ δεν θα είναι αδιάκριτος ή ανωφελής ή βλαβερά, παιδεύουσα προς το συμφέρον, προς συγχώρησιν, προς φυλακήν και σκέπην και αιώνιον σωτηρίαν!
Η καρδιά είναι αυτού του Θεού του ουρανίου ημών Πατρός. Όλα τα βλέπει, ιδίως τον σκοπόν εκάστης πράξεως. Βλέπει πως πάσχεις και θλίβεσαι. Να γνωρίζης ότι δεν θα σε πειράξη περισσότερον από ό,τι δύνασαι. Κατεργάζεται δια της θλίψεως την κάθαρσιν της ψυχής και την αιώνιον σωτηρίαν.
«Καυχώμεθα εν ταις θλίψεσιν, ειδότες ότι η θλίψις υπομονήν κατεργάζεται» ( Ρωμ. 5,3 ). Ως παιδιά Του ο Θεός μας παιδαγωγεί, ίνα μορφωθή ο χαρακτήρ Αυτού εφ’ ημάς. Τότε φαίνεται η γνησιότης των παιδιών, όταν φέρουν τους χαρακτήρας των γονέων των. Αυτός λοιπόν είναι ο σκοπός της παιδείας του Κυρίου. Αι θλίψεις σου είναι σωτήριαι, πάντα να ελπίζης και ου μη καταισχυνθής.

 8η Επιστολή . Η άγνοια, παιδί μου, χαρακτηρίζεται ως θάνατος της ψυχής. Η άγνοια δεν φωτίζει τον ασθενή άνθρωπον, ώστε να του είπη: Η αρρώστειά σου είναι θέλημα Θεού και οφείλεις μεθ’ υπομονής και ευχαριστίας να την διέλθης, ίνα μη γίνης παραβάτης Θεού δια την ανυπομονησίαν σου! Εις τον φωτισμένον χριστιανόν όμως η γνώσις του θείου θελήματος όχι μόνον τον κάνει να υπομένη όλα μετά ευχαριστίας, αλλά τον κάνει να αποκτήση έτι κράσιν ισχυράν πνευματικήν, συνάμα δε και την δρόσον της παρηγορίας. Σκέπτεται: Δια των πόνων και των θλίψεων εκτελώ θείον θέλημα, που θα επιφέρη την συγγνώμην επί των προηγουμένων μου σφαλμάτων. Εκπληρώνοντας δε ενταύθα το χρέος της ποινής μου θα λάβω την ελευθερίαν μου εκεί, εις την μέλλουσαν ζωήν, ένθα θα ζήσω αιωνίως, ενώ εδώ, όσα δεινά και αν υποστώ, πρόσκαιρα εισιή ολιγοχρόνια. Λοιπόν χρειάζεται υπομονή, παιδί μου, ίνα μη συν τω αμετανοήτω κόσμω κατακριθώμεν. Ό,τι και εάν μας συμβή, δια της υπομονής όλα τακτοποιούνται και ειρηνεύει ο έσω άνθρωπος υπομένοντας το επόμενον θέλημα του Θεού. Υπόμενε τον σταυρόν σου και εγώ τον ιδικόν μου, ακολουθούντες τον ουράνιον Νυμφίον Χριστόν, τον δι’ ημάς τους αχαρίστους και αμαρτωλούς υπομείναντα Σταυρόν αισχύνης. Τι υπομένομεν αντάξιον των τηλικούτων αγαθών, που απολαμβάνομεν από τον Θεόν; Εάν εξαριθμήσω τα του Θεού και την αχαριστίαν του ανθρώπου, νομίζω ότι ο νους μου θα σταματήση. Και πως πεπερασμένος νους δύναται να συλλάβη τας απείρους του Θεού ευεργεσίας, τας προς τον άνθρωπον;

9η Επιστολή . Πολλήν ωφέλειαν παρέχει η ασθένεια, συγχώρησιν αμαρτιών και μισθόν υπομονής, είναι πολύ δραστήριον φάρμακον δι’ ανθρώπους που απεμακρύνθησαν από τον Θεόν. Δόξα τω Θεώ, που εν στρυφνοίς πράγμασι κατεργάζεται την σωτηρίαν μας. Σε παρακαλώ μη στενοχωρήσαι, εγώ εύχομαι δια σε, μη φοβήσαι, γίνου εύελπις, ο ουράνιος Πατέρας μας είναι αγαθός, εύσπλαχνος. Τα παιδιά Του τα παιδεύει, τα μαλώνει, δια να γίνουν άξια της αιωνίου ζωής. Αν δεν μας παιδεύση, δεν θα γίνωμεν γνήσια παιδιά Του, αλλά θα ευρεθώμεν νόθοι, ανάξιοι της σωτηρίας. Δεν είναι άξια τα παθήματα, όσα υποφέρομεν, εμπρός εις την αιώνιον ευτυχίαν την οποίαν έχει ητοιμασμένην ο Θεός δια τα παιδιά Του. Ποία παιδιά Του; Τα τυραννισμένα, τα στενοχωρημένα, τα πάσχοντα, τα πεφορτισμένα, όχι δι’ εκείνα τα οποία τρυφούν τώρα προσωρινά και ευτυχούν. Χαίρε λοιπόν, διότι ο Θεός, μας αγαπά και μας παιδεύει, δια να μας αναπαύση αιώνια! Ο Θεός δεν κοιτάζει, αν πάσχωμεν, ο Θεός κοιτάζει να μας σώση από την κόλασιν και να μας χαρίση τον παράδεισον.

10η Επιστολή . Ο Θεός της υπομονής και της παρακλήσεως να σου δώση υπομονήν και θωπείαν παρηγορίας προς τόνωσιν και συνέχισιν του αγώνος. Μη βλέπης, παιδί μου, μόνον τα παρόντα αλγεινά, αλλά «ύψωσον τους οφθαλμούς σου, ως το απογεγαλακτισμένον επί την μητέρα αυτού» και ίδε: «Ουκ άξια τα παθήματα του νυν καιρού προς την μέλλουσαν δόξαν αποκαλυφθήναι ημίν» ( Ρωμ. 8,18 ), τοις ποθούσιν την επιφάνειαν του Χριστού μας. Μη μετράς μόνον τους πόνους, αλλά φιλοσόφησε και την αντιμισθίαν, διότι ουχί δίκαιος ο Θεός; Ο Θεός, σου υστέρησε την ανακούφισιν την εκ της υγείας των ποδών σου, ουχί ίνα σε αξιώση «αγαλλομένω ποδί» να εορτάσης εκεί, εις την άνω Ιερουσαλήμ, την μεγίστην ανάστασιν της ψυχής σου; Ναι, αληθώς, περί τούτου βοά άπασα η Γραφή. Βάδιζε, παιδί μου, εν Χριστώ, κατέναντι της αιωνίου δόξης. Μην αποκάμης πυκτεύων, μη νομίσης ότι αέρα δέρεις, αλλά όντως πάλη γίνεται, καθώς και επί Ιώβ. Εκείνος υπέμεινε μαρτύριον από τους ποικίλους πόνους και η γυνή του τον ωθούσε προς τον αιώνιον θάνατον δια της κακής συμβουλής, σε δε νουθετούν την αιώνιον ζωήν να τύχης. Εκείνος έκειτο εις κοπρίαν με έλκη, περιγέλασμα αμαρτίας εν τοις ανθρώποις, συ δε εις οίκον και κλίνην αναπαύεσαι και ως ενάρετος χριστιανός λογίζεσαι. Βλέπεις πόσον υστερούμεν; Δια τούτο υπόμεινον και ευχαρίστει τον Θεόν, που σου έδωσε τέτοιο δώρον, ίνα, ως ευγνώμονα δούλον, σε καταστήση κληρονόμον της απεράντου Αυτού βασιλείας! Αμήν, γένοιτο.

11η Επιστολή . …Λέγετε ότι ο αδελφός σας εβλασφήμει, επείνα, εδίψα κ.λ.π. κατά την διάρκειαν της ασθενείας του.
Ακούσατέ μου : Ο αδελφός σας είπατε ότι ημάρτανε θανασίμως, ο Θεός που είναι πολυεύσπλαγχνος, θέλοντας να τον φέρη εις συναίσθησιν της ενοχής του και να μετανοήση, του έδωσε την ασθένειαν αυτήν, του έπρεπε να τυραννισθή, δια να εξιλεώση τον Θεόν, που τόσον τον ελύπησε. Εάν τον αδελφόν σας τον περιεθάλπατε και του προσφέρατε πάσαν ανάπαυσιν σωματικήν, ποίον κόπον θα έβλεπε εις αυτόν ο Θεός, δια να τον λυπηθή; Πρέπει να γνωρίζετε ότι όσον περισσότερον εβασανίσθη, τόση ελάφρυνσις ποινής του εδόθη! Ο Θεός του έδωσε την ασθένειαν και την παράλειψιν του καθήκοντος των αδελφών προς αυτόν κ.λ.π., δια να του τύψη το συνειδός προς μετάνοιαν, όπως ο ιατρός δίδει το φάρμακον εις τον ασθενή και εκείνος μη έχοντας την απαιτούμενην υπομονήν γογγύζει και βλασφημεί τον ιατρόν, προς καταστροφήν του.

 12η Επιστολή . Έμαθα δια τον πόνον της ασθενείας σου, εύχομαι οι άγιοι Ανάργυροι να σου πάρουν κάθε πόνον και πάθος. Φαίνεται υπό δοκιμασίαν τίθεσαι, παιδί μου, και τώρα χρειάζεται να συγκεντρώσης όλας τας δυνάμεις της ψυχής σου εις υπομονήν! Μη λυπάσαι, μην αποκάμης, μαζί με τον Χριστόν θα τα περάσης όλα. Ο εσταυρωμένος Ιησούς θα είναι ιδιαίτερα μαζί σου, όταν θα πονής, και τότε Τον γνωρίζεις καλύτερα και Τον αγαπάς! Όταν θα περάση η δοκιμασία, θα Τον ευλογής δια τα αγαθά όπου σοι έδωκε. Συγκέντρωσε τας ψυχικάς σου δυνάμεις, όταν πονής, και προσπάθησε να καταλάβης τι θέλει να σου είπη ο Ουρανός εις αυτήν σου την δοκιμασίαν. Αν τυχόν από τον πόνον θα κλαις, τα δάκρυα θα σου καθαρίσουν το βλέμμα σου, όπως συνέβη και εις τον πολύαθλον Ιώβ και τότε και εσύ θα δυνηθής μαζί του να είπης: «Τώρα ο οφθαλμός μου Σε βλέπει». Μη ξεχνάς ότι ο Θεός σε βλέπει, όταν πονής, και σε παρακολουθεί. Αντιλαμβάνεται και τους κτύπους της καρδίας σου, συνεπώς δεν θα σε αφήση χωρίς παρηγορίαν και την πατρικήν προστασίαν Του. Φυσικά οι άγιοι εις την θλίψιν των έχαιρον, ημείς ας κατορθώσωμεν να δεχώμεθα την θλίψιν ή τον πόνον με υπομονήν.
Προσεύχου, παιδί μου, μέσα εις την καρδίαν σου και το όνομα του Χριστού θα σου γίνη βάλσαμον παρηγορίας, όπως υπομείνης ωφέλιμα τον πειρασμόν τούτον της δοκιμασίας σου. Θα προκύψη ωφέλεια ουκ ολίγη από αυτήν σου την δοκιμασίαν, αν τεθής με υπομονήν απέναντι αυτής. Λοιπόν και πάλιν σου λέγω, με της προσευχής τον πανίσχυρον θώρακα πλησίαζε συνεχώς και περισσότερον τον παντοδύναμον Κύριον και θα γνωρίσης πως σηκώνει θαυματουργικώς το φορτίον του πόνου και ξεκουράζει θαυμάσια τον πάσχοντα.

13η Επιστολή . Εύχομαι να γίνης τελείως καλά… Τι να κάνωμεν; Μας παιδεύει ο Κύριος, ίνα έχωμεν μισθόν αιώνιον, διότι εφ’ όσον δεν έχομεν άσκησιν, μας δίδει ο Κύριος ασθενείας και θλίψεις, δια να μας λογισθή ως άσκησις, δια να έχωμεν μικράν παρηγορίαν, όταν θα κρινώμεθα ενώπιόν Του. Τι να κάνωμεν, παιδί μου, έτσι θέλει ο Θεός μας. Να υποφέρωμεν δια να εύρωμεν ανάπαυσιν εις τον μέλλοντα κόσμον. Εδώ προσωρινά όλα, εκεί αιώνια. Δριμύς ο χειμών, γλυκύς ο παράδεισος. Ας παγώσουν οι πόδες, ίνα χορεύσουν αιώνια! Δόξα σοι ο Θεός.

 14η Επιστολή . Ευλογημένον μου τέκνον…, ο Θεός της αγάπης να είναι ο σύντροφος της ζωής σου. Αμήν. Παιδί μου, εύχομαι να σου δώση ο Χριστός μας υπομονήν, διότι δια της υπομονής θησαυρίζεις ανεκλάλητα αγαθά, θησαυρόν, που δεν κλέπτεται εν τω ουρανώ. Αγωνίζου με όλην σου την δύναμιν, όλας τας δυνάμεις σου να τας συγκεντρώνης εις το να κάμνης υπομονήν εις τους πόνους, διότι οι πόνοι είναι το εξαγνιστικώτερον φάρμακον, που θεραπεύει την ψυχήν του ανθρώπου και την ανεβάζει εις την αγιότητα. Πρόσκαιροι οι πόνοι, αιωνία η δόξα, δριμύς ο χειμών των δοκιμασιών, γλυκεία η απόλαυσις του παραδείσου. Δια πολλών θλίψεων θα εισέλθωμεν εις το άπλετον φως του Παραδείσου, του ουρανίου κόσμου. Τον δε Χριστόν μας θα τον ίδωμεν ίλεων προς ημάς, όταν τας δοκιμασίας που μας στέλλει από την άπειρον αγάπην προς ημάς, τας υπομένωμεν.

15η επιστολή . Η χάρις του Κυρίου εις την ψυχήν σου. Έλαβον την επιστολήν σου και είδα ότι ουδεμία βελτίωσις εις την υγείαν σου γέγονεν. Βλέπω όμως ότι υγιαίνεις εις την ψυχήν σου, με την δοκιμασίαν όπου υπέστης. Ναι, παιδί μου, όλαι αι δοκιμασίαι, όπου μας στέλλει η αγάπη του Θεού, είναι δια να αποκτήσωμεν την πολύτιμον υπομονήν και να ομοιάσωμεν με τον ουράνιον Πατέρα μας, τον Θεόν, ο Οποίος δοξάζεται και λέγεται: «ο Θεός της υπομονής και της παρακλήσεως» ( Β΄Κορ. 1,3 ). Ο Θεός συν τω πειρασμώ, όχι μόνον δίδει και την ανάλογον υπομονήν, αλλά παρηγορεί και την ψυχήν του υπομένοντος τον πειρασμόν μετά συνέσεως και αγαθότητος και απλότητος. Η αγία Συγκλητική πόσα και πόσα δεινά δεν υπέφερε; Και όμως αυτά την ηγίασαν και την εδόξασαν. Όσοι υποφέρουν πειρασμούς και τους δέχονται μεθ’ υπομονής και τους διέρχονται μετά συνέσεως και διακρίσεως, εις αυτούς κατοικεί το Πνεύμα του Θεού. Εις εκείνους όμως, οι οποίοι ζουν εν ανέσει και ευημερία, χωρίς θλίψεις και δοκιμασίας, κατοικεί το πνεύμα του διαβόλου. Δια τούτο, παιδί μου, χαίρε και ανδρίζου εις την υπομονήν, γενού ανήρ δυνάμεως και κτίζε τον οίκον της ψυχής σου εις το θεμέλιον της υπομονής, και φρόνει ότι ο μέχρι τέλους υπομένων θα αξιωθή της Ουρανίου Βασιλείας του Θεού.

16η επιστολή . Ασθενώ από γρίππην, έχω και έντονον πόνον εις την περιοχήν της σκωληκοειδίτιδος. Δεν ξέρω τι θα βγη, πάντως δόξα σοι ο Θεός. Ο Θεός, μας αγαπά και ζητεί δια των ακουσίων πόνων να μας αξιώση κατά μέθεξιν των τελειοτάτων Του αγαθών. Δυστυχώς ημείς, εγώ, δεν αγαπώμεν κατά πνευματικόν τρόπον την ψυχήν μας. Εάν την αγαπούσαμε, ίνα τύχη των αιωνίων αγαθών, θα υπομέναμε χωρίς παράπονα τόσον τας δοκιμασίας της ψυχής, όσον και του σώματος. Ο πόνος απαλύνει, μαλακώνει την καρδίαν και αποβάλλει την σκληρότητα, ούτως απαλυνομένης της καρδίας, καταστρώνεται το έδαφος δια την σποράν της γνησίας μετανοίας και διορθώσεως. Ημείς δειλοί όντες εις κάθε θλίψιν, αποκρούομεν τρόπον τινά την χάριν του Θεού. Δεν ημπορεί ο άνθρωπος, εφ’ όσον ευτυχεί, να ενθυμήται και τον Θεόν, και αν Τον ενθυμήται, Τον ενθυμείται σκιωδώς. Τότε Τον ενθυμείται ζωηρώς και με θέρμην, όταν προσεγγίση η δοκιμασία, ο πόνος. Όταν τον στενώση η θλίψις, η προσδοκία των δεινών, τότε δέεται θερμότατα. Και αρέσκεται ο άγιος Θεός, όπως αρέσκεται και η μήτηρ, όταν το παιδάκι την ζητεί με πόνον, διότι διαβλέπει εν αυτώ την αγάπην. Από οιανδήποτε πλευράν και αν δοκιμάζεται ο άνθρωπος, όταν συν τη δοκιμασία υπάρχη και η ανάλογος υπομονή και ευχαριστία, πάντοτε ο άνθρωπος κερδίζει. Και τούτο διαφαίνεται εις το τέλος της δοκιμασίας, όταν βλέπη την ελαφρότητα της ψυχής, την διαύγειαν του νοός και την γλυκύτητα που έρχεται εις τον έσω άνθρωπον. Ας ευχώμεθα να μας δοθή γνώσις και υπομονή εν τοις θλιβεροίς του βίου, δια να κερδίσωμεν την σωτηρίαν μας. Αμήν.

 17η επιστολή . Υπόμεινον, τέκνον μου, τον σταυρόν σου. Ούτος θα σε οδηγήση εις την αιώνιον ανάστασιν! Διασκέδαζε τον λογισμόν σου, παιδάκι μου, με ό,τι ημπορεί να σου φέρη χαράν, και ολίγην παρηγορίαν. Να αισιοδοξής εις την ασθένειά σου, να ποιής τέχνας προς υπομονήν και πάντως θα έχης ωφέλειαν. Προσεύχου, βιάζοντας τον εαυτόν σου εις αυτό, σκέψου ότι όλα θα παρέλθουν, είτε χαροποιά είτε λυπηρά και ως εκ τούτου τα άνω φρόνει ως σταθερά και αιώνια.

 Ευλογημένον εν Χριστώ τέκνον, εύχομαι εις τον μέγαν Ιατρόν των ψυχών και των σωμάτων να σου δώση πλήρη την υγείαν σου κατά το άγιον θέλημά Του. Υπήρξαν, παιδί μου, άνδρες άγιοι, οι οποίοι ησθένουν βαρέως και όντες εν ασθενεία εθεράπευον άλλους. Μα πόσον τους ηγάπα ο Θεός! Μία εξαιρετική μαρτυρία της αγάπης του Θεού προς μίαν ψυχήν είναι όταν την επιφορτίζει ασθενείας ή θλίψεις. Ο πόνος του σώματος ή της ψυχής εξαγνίζει, καθαρίζει, λαμπρύνει το ένδυμα της ψυχής από κάθε σπίλον αμαρτίας. Ένας όσιος ήτο φιλάσθενος και κατά σύμπτωσιν δεν ησθένησε επί εν διάστημα και έλεγε παραπονετικά: «Αχ, Θεέ μου, διατί με ελησμόνησες και δεν με έκρινες άξιον της Σης επισκέψεως»! Επόθει ο μακάριος την ασθένειαν, διότι εγνώρισεν εκ πείρας πόσον ωφελείται η ψυχή. Ο πόνος τον αμαρτωλόν, τον αμετανόητον, τον φέρει εις μετάνοια, τον δε δίκαιον, του τονώνει τας δυνάμεις της ψυχής και του γίνεται τείχος ισχυρόν, ίνα μη εξοκείλη προς την αμαρτίαν. Η υπομονή των μεγάλων γίνεται και υπόδειγμα προς τους νεωτέρους. Όπως ο ασθενών υποτάσσεται μετ’ ευχαριστήσεως προ της πικράς μεταχειρίσεως του ιατρού, γνωρίζοντας τον σκοπόν του, ούτω πως οφείλομεν και ημείς μετ’ ευχαριστήσεως και γνώσεως να υπομένωμεν όλα τα ακουσίως επερχόμενα, ως από το ευεργετικόν χέρι του Θεού αποστελλόμενα προς σωτηρίαν μας. «Τον αθλητήν το στάδιον, τον κυβερνήτην ο χειμών και η τρικυμία, τον στρατηγόν η παράταξις, τον μεγαλόψυχον η συμφορά, τον δε Χριστιανόν ο πειρασμός δοκιμάζει», λέγει ο Μέγας Βασίλειος. Καθώς η γη γίνεται γονιμωτέρα, όταν το αλέτρι βαθειά την οργώσει, έτσι και η ψυχή τότε γίνεται καρποφόρος εις την αρετήν, όταν ο πόνος, η ασθένεια βαθειά και συχνά την επισκέπτεται! Όσον πονεί κανείς και θλίβεται, τόσον ο στέφανος γίνεται ωραιότερος, και αν οι πόνοι είναι πολλοί και διάφοροι και πιέζουν, τότε στολίζεται ο στέφανος της δόξης με πολλά και διάφορα άνθη και μαργαρίτας. Ο χρυσός πρέπει να περάση από το χωνευτήρι, δια να λάβη το κύρος του, και η ψυχή του Χριστιανού πρέπει να περάση από το χωνευτήρι των πειρασμών, ίνα λάβη σφραγίδα αιωνίου δόξης εις το βασιλικόν θησαυροφυλάκιον του Βασιλέως Χριστού. «Το ελαφρόν της θλίψεως ημών καθ’ υπερβολήν εις υπερβολήν αιώνιον βάρος δόξης κατεργάζεται ημίν» (Β΄ Κορ. 4,17 ). Λογίζομαι ότι «ουκ άξια τα παθήματα του νυν καιρού προς την μέλλουσαν δόξαν αποκαλυφθήναι ημίν» ( Ρωμ. 8,18 ). Εάν άγια και ευλογημένα όντα διήλθον το καμίνι του πόνου και τους ωφέλησε, πόσον αρμόζει εις ημάς ο πόνος και πόσην ωφέλειαν θα κομίσωμεν εξ αυτού, όταν μετά γνώσεως και ευχαριστίας τον υπομένωμεν! Τότε να λογιζώμεθα ότι αγαπώμεθα υπό του Θεού και ότι μας έχει εις την μερίδα των εκλεκτών Του, όταν ίδωμεν ότι μας πιέζει ο πόνος, είτε σωματικός είτε πνευματικός. Ω μακαρία παιδεία Κυρίου, σε φιλώ, αλλά εγώ δεν είμαι άξιος της τοιαύτης δωρεάς, διότι ζω εν ανέσει και γενήσομαι παρανάλωμα του αιωνίου πυρός. Λοιπόν, παιδί μου, σε μακαρίζω και σε ζηλεύω, διότι πάσχεις και θα τύχης της αιωνίου αναπαύσεως! Ο στέφανός σου καλλωπίζεται, ωραϊζεται, προς αιωνίαν σου δόξαν! Υπόμεινον τω Κυρίω μέχρι τέλους. Τον σταυρόν βάσταζε καλά μη σου πέση και πάντως θα συνδοξασθής μετά του Χριστού αιωνίως! Εύχου και δι’ εμέ μη κλεισθώ έξω, ως λέγων και μη πράττων.

 19η επιστολή .
Παιδί μου, εύχομαι ο Αγαθός Παράκλητος, το Πνεύμα το Αγαθόν και το ευθές, το Άγιον Πνεύμα, να σε επισκιάση και να σε παρηγορήση και του Χριστού την αγάπην να σου ανάψη. Εύχομαι με όλην μου την ψυχήν να σου χαρίση ο Χριστός μας την υγείαν σου. Εγώ βλέπω, παιδί μου, και εκ της πείρας μου γνωρίζω, ότι όσον κανείς υποφέρει θλίψεις διαφόρους, είτε σωματικάς είτε ψυχικάς και τας υπομένει με υπομονήν και εν γνώσει και ευχαριστεί τον Θεόν, χωρίς άλλο υποχρεούται ο Θεός να στείλη θείαν παράκλησιν και να δροσίση την ψυχήν. Εάν όμως δεν υποφέρωμεν κόπους και πόνους, ο Θεός δεν παρηγορεί, δεν δίνει την χάριν Του. Βλέπεις πως μετά τον πόνον που συνέρχεσαι, πόσον ανάπτει η αγάπη του Χριστού μας; Ναι, είναι ο μισθός του κόπου σου, της υπομονής σου, εάν δεν είχες αυτήν την ασθένειαν, δεν θα είχες τόσην αγάπην και τόσην παρηγορίαν. Είδες όταν συνέρχεσαι, βλέπεις τον εαυτόν σου ωσάν ένα παιδάκι, αυτό είναι, ότι ο Θεός συγχωρεί τας αμαρτίας σου και είσαι ελεύθερος από ευθύνην, και όλα αυτά σου τα προξενεί η υπομονή που κάνεις, όταν είσαι άρρωστος. Όταν ο Θεός ευδοκήση και γίνης καλά, τότε θα ίδης με την πράξιν αυτά που σου λέγω. Όσον κανείς υποφέρει, τόσον και πληρώνεται. Ένας αδελφός ήτο άρρωστος, και είχε τοιαύτην ασθένειαν, που οι αδελφοί τον εσιχαίνοντο και τον εδίωκον. Αυτός εμέμφετο τον εαυτόν του, ότι έτσι του πρέπει. Δια την ταπείνωσίν του ο Θεός, τον έκανε καλά. Αυτός δε ο όσιος αδελφός έλεγε: «Αχ! Χριστέ μου, δεν ήμουν άξιος να πάσχω ακόμη δια την αγάπην Σου!». Βλέπεις, παιδί μου, ότι ο αδελφός ηγάπα τον Χριστόν και ήθελε να πάσχη δια την αγάπην Του! Αυτός ήξευρε από την πείραν του, πόσον εκέρδιζε εις την αρρώστιαν του. Δια τούτο μη στενοχωρήσαι καθόλου, μόνον ευχαρίστει τον Χριστόν μας, που σε αγαπά τόσον πολύ, που σου έδωκε εδώ πρόσκαιρα θλίψεις, δια να σου δώση αιωνίαν χαράν. Όταν είσαι άρρωστος και δεν ημπορής να κάνης με ακρίβειαν τα πνευματικά σου καθήκοντα, μη λυπήσαι, διότι δεν έχεις αμαρτίαν, επειδή δεν εξουσιάζει η θέλησίς σου. Πάντως πρέπει ο μοναχός να βιάζεται, εάν όμως ασθενή, δεν έχει αμαρτίαν, ο Θεός δίκαιος είναι.

 20η επιστολή .
Εύχομαι, παιδί μου, σταγόνα από την άπειρον υπομονήν του Θεού να στάξη εις την ψυχήν σου, ένθα να δημιουργήση πύργον υπομονής και να εύρης τον ανέκλειπτον θησαυρόν της αιωνίου ζωής. Μου γράφεις ότι, εν καιρώ που η χάρις σε έφλεγε, εζήτησας από τον Χριστόν μας ασθένειαν και κάτι περισσότερον, δια να υποφέρης δια την αγάπην Του! Αυτός που δεν σε παρείδε, σου έστειλε ασθένειαν, όπως εζήτησας. Λοιπόν πρέπει να κάνης υπομονήν τώρα, και θα μάθης με την πείραν την διάκρισιν, δηλαδή να μη ζητώμεν από τον Θεόν πράγματα, που δεν τα εδοκιμάσαμεν με την πείραν. Δια τούτο πρέπει πάντα να ευχώμεθα, το θέλημα του Θεού να γίνη. Τώρα τούτο να εύχεσαι: Θεέ μου, κάνε με καλά, αλλά μη το θέλημά μου γενέσθω, αλλά το σον.
Ημείς ως παιδιά αδοκίμαστα, ζητούμεν πολλάκις πράγματα, που δεν μας ωφελούν, ο δε Θεός ως πατέρας μας, δια να μας διδάξη με την πείραν το πώς πρέπει να Τον ευχώμεθα, μας δίδει τα αιτήματα. Κατόπιν όμως βλέπομεν, ότι δεν ηυχήθημεν καλώς και υποφέρομεν. Πάλιν ο Θεός μακροθυμεί και μας απαλλάσσει, δια να ριζώση μέσα μας η πείρα, το να αφήνωμεν το θέλημά μας. Και εν καιρώ πάλιν που υποφέρομεν από την αδιακρισίαν μας, ο Θεός δεν μας εγκαταλείπει, αλλά στέλλει την χάριν Του και μας παρηγορεί, δια να βαστάξωμεν το βάρος. Ούτω συμβαίνει και εις εσέ, παιδί μου. Αυτό που είδες και ησθάνθης ήτο της χάριτος του Θεού, που ως άλλη τροφός σε περιθάλπει, έως να μεγαλώσης εν πείρα, διότι από το να σε αφήνη ο Θεός να υποφέρης, φαίνεται ότι έχεις ανάγκην ακόμη της τοιαύτης παιδείας. Άφησέ τα όλα εις τον Θεόν και ειπέ: Θεέ μου, εις τα άγια χέρια Σου αφήνω την ασθένειάν μου, και όποτε Εσύ, που με αγαπάς τόσον πολύ, θελήσης να με θεραπεύσης, τότε θέλω και εγώ. Μόνον παρακαλώ την άπειρον αγαθότητά Σου, να μη με παρίδης, αλλά να μου δίδης πάντοτε υπομονήν, δια να βαστάσω αυτόν τον Σταυρόν μου, έως να γίνη πάλιν το θέλημά Σου.

 21η επιστολή .
Παιδί μου, η χάρις του Θεού και η αγάπη Αυτού δια πολλών τρόπων εμφανίζεται εις τους ανθρώπους, με ένα καθολικόν σκοπόν, να σώση τον άνθρωπον. Η αγάπη του Θεού εις εσένα, φαίνεται περισσότερον, όταν ασθενής, σε παιδεύει πατρικώς πρόσκαιρα, ίνα η χάρις που σου δίδει, διατηρηθή μόνιμα εις αυτόν τον πρόσκαιρον βίον μας και μετά θάνατον αιώνια. Μετά χαράς σήκωσε τον Σταυρόν σου και ευχαρίστει αδιαλείπτως τον Θεόν μας, που σε διατηρεί καθαρόν περιεκτικώς. Ταπείνωνε τον λογισμόν σου, διότι άνευ του Θεού ουδέν δυνάμεθα ποιήσαι και υπόμεινον με καρτερίαν και ανδρείαν ψυχής και ειπέ και εσύ με τον Απόστολον Παύλον: «Ουχί δεθήναι μόνον, αλλά και αποθανείν δια τον Χριστόν μου», «τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού; ούτε θλίψεις ούτε στενοχώριαι, ούτε ασθένειαι, αλλά και τον θάνατον έτοιμοι είμεθα να τον δεχθώμεν δια την αγάπην του Θεού». Λοιπόν ανδρίζου, τέκνον μου, βάδιζε προς τον ιερόν και ένδοξον Γολγοθάν. Εκεί θα συσταυρωθώμεν με τον Χριστόν μας, ίνα οδηγηθώμεν εις τον ζωηφόρον τάφον, όπου θα δεχθώμεν την ανάστασιν της ψυχής μας. Χρέος να διέλθωμεν το καμίνι των πειρασμών, όπως δοκιμασθέντες αξιωθώμεν να αποταμιευθούν αι ψυχαί μας εις το θησαυροφυλάκιον του μεγάλου βασιλέως Χριστού. Μη στενοχωρήσαι, εν τη αφασία δεν λογίζονται αμαρτίαι οι λογισμοί. Δια να λογισθούν χρειάζεται να έχη ο άνθρωπος ελεύθερον τον νουν του, ώστε η ελευθερία του να κριθή. Εφ’όσον εσύ δεν ημπορείς να έχης την τοιαύτην ελευθερίαν, λόγω ασθενείας, πως είναι δυνατόν να λογισθούν οι λογισμοί αμαρτίαι; Ησύχαζε, μόνον υπόμεινον και ευχαρίστει τον Θεόν.

πηγή : «Πατρικαί Νουθεσίαι»

Σαρακοστή; Πως, Τι, Γιατί -Γέρων Νεκτάριος Μουλατσιώτης

Ομιλία Γέροντος Νεκταρίου Μουλατσιώτη με θέμα: "ΣΑΡΑΚΟΣΤΗ; ΠΩΣ, ΤΙ, ΓΙΑΤΙ" Η ομιλία πραγματοποιήθηκε στην Ιερά Μονή Αγίων Αυγουστίνου Ιππώνος και Σεραφείμ του Σάρωφ Τρικόρφου Φωκίδος στις 29/2/2012.

Όσιος Θεοφάνης ο Έγκλειστος -Σαρακοστή:Η ζωή στο σπίτι




ΣΤΙΣ Σαρακοστές καλό είναι να γνωρίζεις μόνο εκκλησία και σπίτι, τίποτ’ άλλο. Φτάνεις, λοιπόν, στο σπίτι. Τί θα κάνεις εκεί; Θα αγωνιστείς μ’ όλη σου τη δύναμη να διατηρήσεις την προσήλωση του νου και της καρδιάς στον Κύριο. Αμέσως μετά την εκκλησία, τρέξε στο δωμάτιό σου και κάνε αρκετές μετάνοιες, ζητώντας ευλαβικά από τον Θεό να σε βοηθήσει , ώστε να αξιοποιήσεις το χρόνο της παραμονής σου στο σπίτι με τρόπο ωφέλιμο για την ψυχή σου.
Ύστερα κάθησε και ξεκουράσου για λίγο. Αλλά και τότε μην αφήνεις τους λογισμούς σου να ξεστρατίζουν. Διώχνοντας κάθε σκέψη, επαναλάμβανε νοερά την ευχή : “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με! Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με!”. Αφού ξεκουραστείς πρέπει ν’ ασχοληθείς με κάτι, είτε προσευχή είτε εργόχειρο. Τί εργόχειρο θα κάνεις δεν έχει σημασία∙ ξέρεις ήδη τί σου αρέσει. Είναι, βλέπεις, αδύνατο να ασχολείσαι όλη την ώρα με πνευματικά πράγματα∙ χρειάζεται να έχει και κάποιο ευχάριστο εργόχειρο. Μ’ αυτό θα καταπιάνεσαι, όταν η ψυχή σου είναι κουρασμένη, όταν δεν έχεις τη δύναμη να διαβάσεις ή να προσευχηθείς. Αν, βέβαια, οι πνευματικές σου ενασχολήσεις πηγαίνουν καλά, το εργόχειρο δεν είναι απαραίτητο. Εκπληρώνει μόνο την ανάγκη αξιοποιήσεως του χρόνου , που αλλιώς θα σπαταλιόταν σε απραξία. Και η απραξία είναι πάντα ολέθρια, πολύ περισσότερο όμως στον καιρό της νηστείας.
Πώς πρέπει να προσεύχεται κανείς στο σπίτι; Σωστά σκέφθηκες ότι τη Σαρακοστή οφείλουμε να προσθέτουμε κάτι στον συνηθισμένο κανόνα προσευχής. Νομίζω, ωστόσο, πως αντί να διαβάζεις περισσότερες προσευχές από το Προσευχητάρι, είναι καλύτερο ν’ αυξήσεις τη διάρκεια της άμεσης επικοινωνίας σου με τον Κύριο. Κάθε μέρα, πριν αρχίσεις και αφού τελειώσεις τη την ορθρινή και βραδυνή ακολουθία, να απευθύνεσαι με δικά σου λόγια στον Κύριο, την Υπεραγία Θεοτόκο και τον φύλακα άγγελό σου, ευχαριστώντας τους για την προστασία τους και παρακαλώντας τους για την ικανοποίηση των πνευματικών σου αναγκών. Ζήτα τους να σε βοηθήσουν , ώστε, πρώτα απ’ όλα να γνωρίσεις τον εαυτό σου, να αποκτήσεις αυτογνωσία  και, όταν την αποκτήσεις, να σου χαρίσουν ζήλο και δύναμη, ώστε να θεραπεύσεις τις πληγές της ψυχής σου. Ζήτα τους, ακόμα, να γεμίσουν την καρδιά σου  με το αίσθημα της ταπεινώσεως και της συντριβής. Η ταπείνωση είναι η πιο ευάρεστη στον Θεό θυσία. Έτσι να προσεύχεσαι. Μην επιβάλεις, όμως, στον εαυτό σου έναν προσευχητικό κανόνα μακρύ και βαρύ, έναν κανόνα που θα υπερβαίνει τα μέτρα των ψυχοσωματικών σου δυνάμεων και θα σε καταβάλλει. Καλύτερα είναι να προσεύχεσαι συχνότερα στη διάρκεια της ημέρας και, όταν ασχολείσαι μ’ οποιαδήποτε άλλη εργασία, να έχεις το νου σου στο Θεό.
Μετά την προσευχή , διάβαζε για λίγο με αυτοσυγκέντρωση. Η μελέτη δεν αποσκοπεί στο φόρτωμα του μυαλού σου με διάφορες πληροφορίες και γνώσεις, αλλά στην ψυχική σου ωφέλεια και εποικοδομή. Γι’ αυτό δεν χρειάζεται να διαβάζεις πολλά. Διάβαζε όμως με προσοχή μεγάλη και με καρδιακή συμμετοχή.
“Τί να διαβάζω;”, θα με ρωτήσεις. Μόνο πνευματικά βιβλία ,φυσικά. Η προσεκτική ανάγνωση τέτοιων βιβλίων εμπνέει την ψυχή περισσότερο απ’ ο,τιδήποτε άλλο. Αν πάντως, στη διάρκεια της μελέτης γεννιέται ο πόθος της προσευχής, ν’ αφήνεις το βιβλίο και να προσεύχεσαι .
Θα διαβάζεις, λοιπόν, θα προσεύχεσαι, θα κάνεις μετάνοιες. Και μ’ όλα αυτά, ωστόσο, δεν θα μπορέσεις να κρατήσεις το νου και την καρδιά σου σε κατάσταση συνεχούς και έντονου αγώνα. Είναι αναπόφευκτο να κουράζεσαι. Τότε, όπως σου είπα, θα ασχολείσαι με κάποια πρακτική εργασία.
Σκέφτεσαι, καθώς μου γράφεις, να μειώσεις την  ποσότητα του καθημερινού σου φαγητού. Σωστή κι ωφέλιμη η σκέψη σου∙ σωστή, γιατί το σώμα, που με τις παρεκτροπές του σε αναγκάζει να μετανοείς, οφείλει να καταβάλει στη διάρκεια της Σαρακοστής τους μόχθους  που του αναλογούν∙ και ωφέλιμη, γιατί με τη νηστεία το σώμα δουλαγωγείται, ο νους καθαρίζεται, η καρδιά μαλακώνει, τα πάθη νεκρώνονται. Μόνο μην το παρακάνεις. Ήδη τρως τόσο λίγο. Πρέπει να έχεις δυνάμεις ,για να στέκεσαι στην εκκλησία και για ν’ αγωνίζεσαι στο σπίτι. Κοίτα να τρως τόσο, όσο χρειάζεται για να μην εξασθενήσεις.
Καλό θα ήταν επίσης , να μείωνες λίγο το χρόνο του ύπνου και της αναπαύσεώς σου. Είναι μία θυσία για σένα, αλλά κάθε λογής θυσία ταιριάζει σ’ αυτή την περίοδο .
Και με τις συζητήσεις τί θα γίνει; Τη Σαρακοστή τουλάχιστον, οι συζητήσεις με τους άλλους ας περιοριστούν σε πνευματικά θέματα. Ακόμα καλύτερες είναι οι κοινές πνευματικές αναγνώσεις, που δίνουν αφορμές για την ανταλλαγή εποικοδομητικών σκέψεων και  για την εξαγωγή ωφέλιμων συμπερασμάτων. Κατάλληλοι γι’ αυτό τον σκοπό είναι οι Βίοι των Αγίων. Αρκετά έγραψα. Θα προσθέσω ό,τι άλλο χρειάζεται αργότερα.
 
«Από το βιβλίο: «ΟΣΙΟΥ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ ΤΟΥ ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΥ
Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
γράμματα σε μια ψυχή»
ΕΚΔΟΣΗ ΤΕΤΑΡΤΗ
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ
ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΙΙΚΗΣ 2000
Πηγή:talanto

Elder Ephraim of Arizona-On The Struggle of Great Lent




At this time we’re entering the great spiritual arena of the blessed Great Lent. Holy and Great Lent is a time of compunction, for repentance, for tears, for a change in ourselves, for a new stage in the spiritual life. Like an affectionate mother caring for her children, us Christians, the Church has designated this time of Lent as dedicated to the struggle, in order to help its children fight harder, to purify themselves, draw closer to God and to counted worthy of celebrating the great day of the radiant Resurrection.

Christians, especially monks, have always paid particular attention to this spiritual arena and have thought it especially sacred, because it’s a period which envisages both spiritual and bodily struggles. There’s the struggle of fasting, the struggle of vigils, the struggle of purification and the struggle to fulfill one’s spiritual duties which are many more than at other times of the year. There’s a spiritual “defragmentation” and people pay greater attention to the voice of their conscience in order to correct what they’ve maybe neglected and to improve spiritually.
The Church assists us but with penitential hymns and services, as well as with teachings, to oil us up for the fight for the purification of our souls.
We have the penitential evening Divine Liturgies of the Presanctified Gifts. The Presanctified is extremely beneficial. It’s Cherubic Hymn is full of spirituality, contemplation, angelic presence. That’s why we should come to these liturgies during Great Lent with even greater compunction. We who consume the Body and Blood of Christ must be so pure and clean, so straight in body and soul for divine grace to have its effect. For this reason we must lead very careful lives. Both n our cells and in church we must wet our face with tears so as to wash our souls and be worthy to take communion. Of course, the devil often makes us wanting in compunction, me more than anyone. Which means we can’t have tears and we often have bad thoughts. Bad thoughts and the sinful images that accompany them must be rejected as soon as they make their appearance. And when we have wicked thoughts or our soul is cold towards one of the brethren, let’s not approach the God of lover, Who is so pure and holy.
Throughout this period, at every service in Great Lent, we say the prayer of Saint Efraim the Syrian, whish is as follows: “Lord and Master of my life, do not give me the spirit of sloth, inquisitiveness, lust for power or idle talk, but give rather the spirit of sobriety, humility, patience and love to me, your servant. Indeed, Lord King, grant me to see my own errors and not to judge my brother, for you are blessed to the ages of ages. Amen”.
With these words, the saint wishes to make us understand very clearly, that, apart from other virtues we need to take special care with the last case, that of self-censure and of criticism of our bothers and that without love for our fellow human beings there’s no chance of making even the slightest progress towards our spiritual purification. If we don’t pay attention to our thoughts, our words and our heart, there’s no benefit in fasting. Fasting is of benefit when it’s combines with love for our neighbour and when we don’t criticize others. When we don’t criticize our fellows and instead criticize ourselves, then we’re marked by love for others and love for our soul, concern for purification and the fulfillment of the great commandment, that of love of God and one’s neighbour. Love for God and for our fellows  are the two great virtues which support the whole of the spiritual structure, because if they are absent, they others cannot take form. “God is love and those who live in God in love have God living in them, too” (I. Jn. 4, 16).
Another issue which demands that we push ourselves as hard as possible is prayer We should pray in the name of Christ, without neglecting any opportunity and without any waste of time. In the personal vigil in our cell, we should push ourselves, shouldn’t let sleep overcome us, nor neglect nor idleness; we should engage willingly I spiritual matters. As soon as we wake up, prayer should take first place then our rule, our prayer-rope, study and the contemplation of God. We should go to church with great readiness and so get the best results from our presence in the arena.
Apart from this, fasting together with bodily exertion helps as regards the forgiveness of sins. “Behold my humility and my efforts and forgive all my sins”. When we labour with the fast, with kneeling, with prayers, with an effort from our heart and mind, this Godly exertion is holy and is richly rewarded by God, because it make people worthy of the crown of glory and honour. The demons fear the fast greatly, because it lays them low. “This kind [of demon] will not depart other than with prayer and fasting”, said the Lord (Math. 17, 21). This is why the holy fathers always began any Godly task with a fast. They considered a fast to be very powerful and that the Holy Spirit does nor overshadow people when they’re replete with food and their stomachs are full. And any Christian who desires purification has to start from this foundation which is fasting, prayer and vigilance. When these three are combined, then people have acquired great stature.
In olden times, the fathers had a holy custom. On the eve of Lent, they would leave the monasteries and go deeper into the desert, where they lived in great asceticism until Lazarus Saturday, when they returned in order to celebrate Palm Sunday all together. Some would take a few of the basic essentials as far as food was concerned, others would eat only green plants, in order to struggle more fiercely in the desert. Thereafter they would spend all the days on Great Week together in church, existing on a piece of fried rusk and a few nuts a day. We were given the blessing and the grace of knowing ascetic people who spent not only Great Lent in fasting and spiritual struggle.
Our departed elder, Elder Iosif the Cave-Dweller (he used to live in caves, which is where I met him), kept a very strict fast during Great Lent. And, of course, he imposed it on us, too. From Monday to Friday, five days of the week there was no food, except a handful of flour, from which we made a batter with just water. That was it. A little plate every twenty-four hours. And, at the same time, hard work lifting loads on our back during the day and the whole night hundreds of prostrations and hours of prayer. And all of this in order to purify the inner person, to make it cleaner, more honourable in the eyes of God, in order to acquire boldness before God and be able to pray for the whole world. Because the world, people everywhere, needs the prayers of the saints, particularly those of ascetics. Saint Anthony the Great supported the whole world with his prayers.

 Of course, we must keep the fast only as far as we’re able, with discretion, because we’re not all the same. “Unless the good be done well, it is not good”. In other words, unless good is done in a good way, method, time and amount, but instead is done without discretion, then it’ll do more harm than good. Fasting is certainly extremely necessary, it’s good, but it’s a means rather than an end The means has an end and that is humility. This is why we need to arrange everything in accordance with the discretion of a spiritual father, someone illumined by the Holy Spirit. Your spiritual father will tell you  how much to fast, how often to receive communion, where to strike at the enemy, what you should do here and what there. And then, through the discretion of your spiritual father, you can put your house in order. We shouldn’t do more than is appropriate, we need moderation in all things, because immoderation cancels out any benefit. So fasting is holy, but it’s a means. We should adjust it according to what our spiritual father says and what out psychosomatic powers allow. As long as there’s good will. Basil the Great says there’s as much difference in resilience between people as there is between iron and grass.

Saint Synklitiki fell ill towards the end of her life with a throat disease. Her blessed throat, which had always spoken the word of God, festered on the inside. Her mouth had saved countless people. The devil had asked permission to test her and God had granted it. The stench from her rotting flesh became so bad that the nuns had the greatest difficulty in seeing to her needs. They used the most pungent perfumes to try and bring her a little respite in her sickness. When her mouth had been healthy, it had spoken and brought benefit to many, but when she fell ill, she was able to preach even more strongly. How could a silent and rotting mouth preach? She noiselessly declared her great patience and endurance in God’s trial. She made a titanic effort to deal with the devil of impatience, of complaint, of the labour and toil of sickness. What did she need with fasting? This is why illness is regarded as involuntary asceticism. One person has cancer, another diabetes, somebody else has lots of troublesome health problems. How will these people purify themselves? How will they see God’s light? Through patience and giving thanks to Him. These make up for the fast which, because of their illness, they’re unable to keep, and, in fact, often struggle ten times harder than if they were fasting.
During this period, we really have to struggle to purify ourselves. From the ascetic tradition we have hermits who spent the whole of their lives in the desert, with labours, toil, fasts, tears, sleeping on the ground and deprivation of every other kind of pleasure. And all this effort, together with the struggle of the soul against all kinds of thoughts concerning the rebellions of the flesh, engendered sanctity. So every Christian who’s a monk and wants to experience purification has the right to labour and not be deprived of his reward. Purity brings great boldness towards God, because He Himself is pure, the Mother of God is most pure and Saint John the Theologian lived his life as a virgin, as did so many other saints. The whole beauty of the Church is founded on purity and spotlessness. When our heart is pure and beautiful it will exude fragrance and loveliness. But if people have filth in their hearts, that’s what they’ll expel. Let’s struggle to cleanse the inside of our glass, our heart, so that we’ll be pure and pleasing in God’s eyes.
We have instances from Church history of many people “in the world” (not monastics, that is), who pleased God and became great. Abba Paphnuti [from Ancient Egyptian = “man of God”], an ascetic of great gifts, once prayed to God and said: “God, who have You placed me with. With whom do I share the same measure of virtue?”. And he heard a voice, saying to him: “Down in Alexandria there’s a poor man, a cobbler, down in a basement. You have the same amount of virtue as he does”. “But I’ve been a hermit in the desert from childhood and I’m equal in virtue with a lay person, a married man?”. “Yes, you’re equal to him”. The next day, the saint picked up his staff and his bag, put in some dry rusks and set off for Alexandria. He went down into the city, found the layman and said to him: “What do you do here, friend?”. “What should I do, father? I’m a sinner, the worst person in the world”. “Can we talk?”. “Certainly”. “What’s the virtue that you’re working on acquiring?”. “Virtue, me? I live ‘in the world’ and am completely mixed up. Now you, you’ve got virtues”. “No, you’re doing something”. “I’m not doing anything”. “God showed me, so you can’t tell me lies. I prayed and He told me that we share the same measure of virtue. There must be something about you”. “Sorry, Father. If what I do can be considered something, I’ll tell you. I married, and from the moment I put on the crown, I said to my wife: ‘If you love me, we’ll live apart, like brother and sister and work for the sanctification of our souls. Do you agree’. ‘I agree’. And since then we’ve lived in purity and virginity”.
In the desert, Blessed Paphnuti tried to cleanse himself through the ascetic life, and restraint, in which he was greatly assisted by the condition of his way of life. The other man lived “in the world”, with a wife, with all the challenges of secular life and, with God’s help had reached the stature of a saint. And his struggle was greater than that of the hermit. Proof that he was great in the eyes of God.
After that, something else happened which has to do with this cobbler. One day a Christian went to the Blessed Paphnuti and said:
“Father, I quarrelled with a priest and I don’t know how he reacted, whether he cursed me or swore at me, but he’s now departed this life and we weren’t reconciled. What do I do now?”.
“There’s nothing I can do in this case, but there’s a holy man who I’ll send you to and he’ll help. Go down to Alexandria, to a basement where there’s this cobbler. Tell him I sent you, mention the problem and he’ll help”.
The Christian said to himself: “For goodness’ sake. A hermit can’t help and a layman can?”. Nevertheless, out of obedience to the hermit, he did as he was told. The cobbler told him to wait until night fell and then took him to a church in the city. After again telling him to wait, the cobbler went up to the large door made the sign of the cross and it opened. The inside of the church was bathed in light and there was heavenly music. The cobbler told the man:
“Go in there and look at the choirs on the left and right. You’ll see the priest there”.
The man went in, saw the priest in the left choir and received his forgiveness.
You see what ascetic effort can achieve? What the soul’s struggle can do? What did that layman do to purify his soul. When he told the girl he’d married  that they should live like brother and sister, was that an end to it? No, they fasted and kept vigil together, they made prostrations and read the Gospel. They read Patristic books, went to church, confessed, took communion, chased  away evil thoughts and struggled assiduously. And that’s how they became saints “in the world”.
So here is proof that even “in the world”, when Christians take on the struggle with good will, the Grace of God does not exclude anyone. But we make excuse for ourselves and say that because we’re “in the world”, we can’t. Desire gets the better of us. What do we need to do? Fight in the body and in the soul. In other words, control our thoughts. Thoughts come, sinful fantasies, images, faces, idols and scenes. We must get rid of them immediately with “Lord Jesus Christ, have mercy upon me”. When the mind is careful not to accept all of that and has the divine weapon, the Name of Christ, then every enemy of our soul is slain, whether it be the devil, sordid fantasies or repulsive thoughts. Then, if we guard our soul, mind and heart in this way, our inner self will remain clean and pure.
Let’s struggle really hard now, and the rewards will be very great. Nobody finds grace unless they make the effort. If a farmer doesn’t tend his crops, he won’t see any yield. When our fast is accompanied, reinforced and flanked by prayer, study, vigilance, church attendance, confession, Holy Communion, good works- especially almsgiving- then the beauty of the preparation of the soul for the reception of Great Week is complete. Then we’ll experience the Holy and Sacred Passion of Christ  more intensely, because our heart will soften, it’ll alter and it’ll realize how great God’s love for humankind is. Then, within us, we’ll experience very forcibly the Holy Resurrection, we’ll celebrate it in a way befitting to God and we’ll celebrate Holy Easter together with the angels. Amen.

Source: www.zoiforos.gr


Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...