Wednesday 29 May 2013

Μεσοπεντηκοστή...


Σέ λίγους πιστούς εἶναι γνωστή ἡ ἑορτή, μέ τήν ὁποία θά ἀσχοληθοῦμε τώρα. Ἐκτός ἀπό τούς ἱερεῖς καί μερικούς ἄλλους χριστιανούς, πού ἔχουν ἕνα στενότερο σύνδεσμο μέ τήν Ἐκκλησία μας, οἱ περισσότεροι δέν γνωρίζουν κἄν τήν ὕπαρξί της. Λίγοι εἶναι ἐκεῖνοι πού ἐκκλησιάζονται κατ᾽ αὐτή καί περισσότεροι δέν ὑποπτεύονται κἄν ὅτι τήν Τετάρτη μετά τήν Κυριακή τοῦ Παραλύτου πανηγυρίζει ἡ Ἐκκλησία μία μεγάλη δεσποτική ἑορτή, τήν ἑορτή τῆς Μεσοπεντηκοστῆς. Καί ὅμως κάποτε ἡ ἑορτή τῆς Μεσοπεντηκοστῆς ἦταν ἡ μεγάλη ἑορτή τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί συνέτρεχαν κατ᾽ αὐτή στόν μεγάλο ναό πλήθη λαοῦ. Δέν ἔχει κανείς παρά νά ἀνοίξῃ τήν Ἔκθεσι τῆς Βασιλείου Τάξεως (Κεφ. 26) τοῦ Κωνσταντίνου Πορφυρογεννήτου γιά νά ἰδῇ τό ἐπίσημο τυπικό τοῦ ἑορτασμοῦ, ὅπως ἐτελεῖτο μέχρι τήν Μεσοπεντηκοστή τοῦ ἔτους 903 στόν ναό τοῦ ἁγίου Μωκίου στήν Κωνσταντινούπολι, μέχρι δηλαδή τήν ἡμέρα πού ἔγινε ἡ ἀπόπειρα κατά τῆς ζωῆς τοῦ αὐτοκράτορος Λέοντος ΣΤ' τοῦ Σοφοῦ (11 Μαΐου 903). Ἐκεῖ ὑπάρχει μία λεπτομερής περιγραφή τοῦ λαμπροῦ πανηγυρισμοῦ, πού καταλαμβάνει ὁλόκληρες σελίδες καί καθορίζει μέ τήν γνωστή παράξενη βυζαντινή ὁρολογία, πῶς ὁ αὐτοκράτωρ τό πρωΐ τῆς ἑορτῆς μέ τά ἐπίσημα βασιλικά του ἐνδύματα καί τήν συνοδεία του ξεκινοῦσε ἀπό τό ἱερό παλάτιο γιά νά μεταβῇ στόν ναό τοῦ ἁγίου Μωκίου, ὅπου θά ἐτελεῖτο ἡ θεία λειτουργία. Σέ λίγο ἔφθανε ἡ λιτανεία μέ ἐπί κεφαλῆς τόν πατριάρχη, καί βασιλεύς καί πατριάρχης εἰσήρχοντο ἐπισήμως στόν ναό. Ἡ θεία λειτουργία ἐτελεῖτο μέ τήν συνήθη στίς μεγάλες ἑορτές βυζαντινή μεγαλοπρέπεια. Μετά ἀπό αὐτήν ὁ αὐτοκράτωρ παρέθετε πρόγευμα, στό ὁποῖο παρεκάθητο καί ὁ πατριάρχης. Καί πάλι ὁ βασιλεύς ὑπό τίς ἐπευφημίες τοῦ πλήθους «Εἰς πολλούς καί ἀγαθούς χρόνους ὁ Θεός ἀγάγει τήν βασιλείαν ὑμῶν» καί μέ πολλούς ἐνδιαμέσους σταθμούς ἐπέστρεφε στό ἱερό παλάτιο.
Ἀλλά καί στά σημερινά μας λειτουργικά βιβλία, στό Πεντηκοστάριο, βλέπει κανείς τά ἴχνη τῆς παλαιᾶς της λαμπρότητος. Παρουσιάζεται σάν μία μεγάλη δεσποτική ἑορτή, μέ τά ἐκλεκτά της τροπάρια καί τούς διπλοῦς της κανόνες, ἔργα τῶν μεγάλων ὑμνογράφων, τοῦ Θεοφάνους καί τοῦ Ἀνδρέου Κρήτης, μέ τά ἀναγνώσματά της καί τήν ἐπίδρασί της στίς πρό καί μετά ἀπό αὐτήν Κυριακές καί μέ τήν παράτασι τοῦ ἑορτασμοῦ της ἐπί ὀκτώ ἡμέρες κατά τόν τύπο τῶν μεγάλων ἑορτῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους.
Ποιό ὅμως εἶναι τό θέμα τῆς ἰδιορρύθμου αὐτῆς ἑορτῆς; Ὄχι πάντως κανένα γεγονός τῆς εὐαγγελικῆς ἱστορίας. Τό θέμα της εἶναι καθαρά ἑορτολογικό καί θεωρητικό. Ἡ Τετάρτη τῆς Μεσοπεντηκοστῆς εἶναι ἡ 25η ἀπό τοῦ Πάσχα καί ἡ 25η πρό τῆς Πεντηκοστῆς ἡμέρα. Σημειώνει τό μέσον τῆς περιόδου τῶν 50 μετά τό Πάσχα ἑορτασίμων ἡμερῶν. Εἶναι δηλαδή ἕνας σταθμός, μία τομή. Ὡραῖα τό τοποθετεῖ τό πρῶτο τροπάριο τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς:

«Πάρεστιν ἡ μεσότης ἡμερῶν,
τῶν ἐκ σωτηρίου ἀρχομένων ἐγέρσεως
Πεντηκοστῇ δέ τῇ θείᾳ σφραγιζομένων,
καί λάμπει τάς λαμπρότητας
ἀμφοτέρωθεν ἔχουσα
καί ἑνοῦσα τάς δύο
καί παρεῖναι τήν δόξαν προφαίνουσα
τῆς δεσποτικῆς ἀναλήψεως σεμνύνεται».

Χωρίς δηλαδή νά ἔχῃ δικό της θέμα ἡ ἡμέρα αὐτή συνδυάζει τά θέματα, τοῦ Πάσχα ἀφ᾽ ἑνός καί τῆς ἐπιφοιτήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀφ᾽ ἑτέρου, καί «προφαίνει» τήν δόξαν τῆς ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου, πού θά ἑορτασθῇ μετά ἀπό 15 ἡμέρες. Ἀκριβῶς δέ αὐτό τό μέσον τῶν δύο μεγάλων ἑορτῶν ἔφερνε στό νοῦ καί ἕνα ἑβραϊκό ἐπίθετο τοῦ Κυρίου, τό «Μεσσίας». Μεσσίας στά ἑλληνικά μεταφράζεται Χριστός. Ἀλλά ἠχητικά θυμίζει τό μέσον. Ἔτσι καί στά τροπάρια καί στό συναξάριο τῆς ἡμέρας ἡ παρετυμολογία αὐτή γίνεται ἀφορμή νά παρουσιασθῇ ὁ Χριστός σάν Μεσσίας – μεσίτης Θεοῦ καί ἀνθρώπων, «μεσίτης καί διαλλάκτης ἡμῶν καί τοῦ αἰωνίου αὐτοῦ Πατρός». «Διά ταύτην τήν αἰτίαν τήν παροῦσαν ἑορτήν ἑορτάζοντες καί Μεσοπεντηκοστήν ὀνομάζοντες τόν Μεσσίαν τε ἀνυμνοῦμεν Χριστόν», σημειώνει ὁ Νικηφόρος Ξανθόπουλος στό συναξάριο. Σ᾽ αὐτό βοήθησε καί ἡ εὐαγγελική περικοπή, πού ἐξελέγη γιά τήν ἡμέρα αὐτή (Ἰω. 7, 14-30). Μεσούσης τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἰουδαϊκοῦ Πάσχα ὁ Χριστός ἀνεβαίνει στό ἱερό καί διδάσκει. Ἡ διδασκαλία Του προκαλεῖ τόν θαυμασμό, ἀλλά καί ζωηρά ἀντιδικία μεταξύ αὐτοῦ καί τοῦ λαοῦ καί τῶν διδασκάλων. Εἶναι Μεσσίας ὁ Ἰησοῦς ἤ δέν εἶναι; Εἶναι ἡ διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ ἐκ Θεοῦ ἤ δέν εἶναι; Νέο λοιπόν θέμα προστίθεται: ὁ Χριστός εἶναι διδάσκαλος. Αὐτός πού ἐνῷ δέν ἔμαθε γράμματα κατέχει τό πλήρωμα τῆς σοφίας, γιατί εἶναι ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ ἡ κατασκευάσασα τόν κόσμον. Ἀκριβῶς ἀπό αὐτόν τόν διάλογο ἐμπνέεται μεγάλο μέρος τῆς ὑμνογραφίας τῆς ἑορτῆς. Ἐκεῖνος πού διδάσκει στόν ναό, στό μέσον τῶν διδασκάλων τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ, στό μέσον τῆς ἑορτῆς, εἶναι ὁ Μεσσίας, ὁ Χριστός, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ. Αὐτός πού ἀποδοκιμάζεται ἀπό τούς δῆθεν σοφούς τοῦ λαοῦ Του εἶναι ἡ τοῦ Θεοῦ Σοφία. Ἐκλέγομε ἕνα ἀπό τά πιό χαρακτηριστικά τροπάρια, τό δοξαστικό τῶν ἀποστίχων τοῦ ἑσπερινοῦ τοῦ πλ. δ' ἤχου:

Μεσούσης τῆς ἑορτῆς
διδάσκοντός σου, Σωτήρ,
ἔλεγον οἱ Ἰουδαῖοι·
Πῶς οὗτος οἶδε γράμματα, μή μεμαθηκώς;
ἀγνοοῦντες ὅτι σύ εἶ ἡ Σοφία
ἡ κατασκευάσασα τόν κόσμον.
Δόξα σοι».

Λίγες σειρές πιό κάτω στό Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰωάννου, ἀμέσως μετά τήν περικοπή πού περιλαμβάνει τόν διάλογο τοῦ Κυρίου μέ τούς Ἰουδαίους «Τῆς ἑορτῆς μεσούσης», ἔρχεται ἕνας παρόμοιος διάλογος, πού ἔλαβε χώραν μεταξύ Χριστοῦ καί τῶν Ἰουδαίων «τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς», δηλαδή κατά τήν Πεντηκοστή. Αὐτός ἀρχίζει μέ μία μεγαλήγορο φράσι τοῦ Κυρίου.«Ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καί πινέτω.ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθώς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοί ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος» (Ἰω. 7, 37-38). Καί σχολιάζει ὁ Εὐαγγελιστής.«Τοῦτο δέ εἶπε περί τοῦ Πνεύματος, οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες εἰς αὐτόν» (Ἰω. 7, 39). Δέν ἔχει σημασία ὅτι οἱ λόγοι αὐτοί τοῦ Κυρίου δέν ἐλέχθησαν κατά τήν Μεσοπεντηκοστή, ἀλλά λίγες ἡμέρες ἀργότερα. Ποιητικῇ ἀδείᾳ μπῆκαν στό στόμα τοῦ Κυρίου στήν ὁμιλία Του κατά τήν Μεσοπεντηκοστή. Ταίριαζαν ἐξ ἄλλου τόσο πολύ μέ τό θέμα τῆς ἑορτῆς. Δέν μποροῦσε νά βρεθῇ πιό παραστατική εἰκόνα γιά νά δειχθῇ ὁ χαρακτήρ τοῦ διδακτικοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ. Στό διψασμένο ἀνθρώπινο γένος ἡ διδασκαλία τοῦ Κυρίου ἦλθε σάν ὕδωρ ζῶν, σάν ποταμός χάριτος πού ἐδρόσισε τό πρόσωπο τῆς γῆς. Ὁ Χριστός εἶναι ἡ πηγή τῆς χάριτος, τοῦ ὕδατος τοῦ ἁλλομένου εἰς ζωήν αἰώνιον, πού ξεδιψᾷ καί ἀρδεύει τίς συνεχόμενες ἀπό βασανιστική δίψα ψυχές τῶν ἀνθρώπων. Πού μεταβάλλει τούς πίνοντας σέ πηγές.«Ποταμοί ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσι ὕδατος ζῶντος» (Ἰω. 7, 38). «Καί γενήσεται αὐτῷ πηγή ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωήν αἰώνιον», εἶπε στήν Σαμαρείτιδα (Ἰω. 4, 14). Πού μετέτρεψε τήν ἔρημο τοῦ κόσμου σέ θεοφύτευτο παράδεισο ἀειθαλῶν δένδρων φυτευμένων παρά τάς διεξόδους τῶν ὑδάτων τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Τό γόνιμο αὐτό θέμα ἔδωσε νέες ἀφορμές στήν ἐκκλησιαστική ποίησι καί στόλισε τήν ἑορτή τῆς Μεσοπεντηκοστῆς μέ ἐξαιρέτους ὕμνους. Διαλέγομε τρεῖς, τούς πιό χαρακτηριστικούς: Τό κάθισμα τοῦ πλ. δ' ἤχου πρός τό «Τήν Σοφίαν καί Λόγον», πού ψάλλεται μετά τήν γ' ᾠδή τοῦ κανόνος στήν ἀκολουθία τοῦ ὄρθρου:

«Τῆς σοφίας τό ὕδωρ καί τῆς ζωῆς
ἀναβρύζων τῷ κόσμῳ, πάντας, Σωτήρ,
καλεῖς τοῦ ἀρύσασθαι
σωτηρίας τά νάματα·
τόν γάρ θεῖον νόμον σου
δεχόμενος ἄνθρωπος,
ἐν αὐτῷ σβεννύει
τῆς πλάνης τούς ἄνθρακας.
Ὅθεν εἰς αἰῶνας
οὐ διψήσει, οὐ λήξει
τοῦ κόρου σου δέσποτα, βασιλεῦ ἐπουράνιε.
Διά τοῦτο δοξάζομεν
τό κράτος σου, Χριστέ ὁ Θεός,
τῶν πταισμάτων ἄφεσιν αἰτούμενοι
καταπέμψαι πλουσίως
τοῖς δούλοις σου».

Τό ἀπολυτίκιο καί τό κοντάκιο τῆς ἑορτῆς, τό πρῶτο τοῦ πλ. δ' καί τό δεύτερο τοῦ δ' ἤχου:
 
«Μεσούσης τῆς ἑορτῆς
διψῶσάν μου τήν ψυχήν
εὐσεβείας πότισον νάματα·
ὅτι πᾶσι, Σωτήρ ἐβόησας·
Ὁ διψῶν ἐρχέσθω πρός με καί πινέτω.
Ἡ πηγή τῆς ζωῆς, Χριστέ ὁ Θεός, δόξα σοι».
«Τῆς ἑορτῆς τῆς νομικῆς μεσαζούσης
ὁ τῶν ἁπάντων ποιητής καί δεσπότης
πρός τούς παρόντας ἔλεγες, Χριστέ ὁ Θεός·
Δεῦτε καί ἀρύσασθαι ὕδωρ ἀθανασίας.
Ὅθεν σοι προσπίπτομεν καί πιστῶς ἐκβοῶμεν·
Τούς οἰκτιρμούς σου δώρησαι ἡμῖν,
σύ γάρ ὑπάρχεις πηγή τῆς ζωῆς ἡμῶν».
Καί τέλος τό ἀπαράμιλλο ἐξαποστειλάριο τῆς ἑορτῆς:
«Ὁ τόν κρατῆρα ἔχων
τῶν ἀκενώτων δωρεῶν,
δός μοι ἀρύσασθαι ὕδωρ
εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν·
ὅτι συνέχομαι δίψῃ,
εὔσπλαγχνε μόνε οἰκτίρμον».

Αὐτή μέ λίγα λόγια εἶναι ἡ ἑορτή τῆς Μεσοπεντηκοστῆς. Ἡ ἔλλειψις ἱστορικοῦ ὑποβάθρου τῆς στέρησε τόν ἀπαραίτητο ἐκεῖνο λαϊκό χαρακτῆρα, πού θά τήν ἔκανε προσφιλῆ στόν πολύ κόσμο. Καί τό ἐντελῶς θεωρητικό της θέμα δέν βοήθησε τούς χριστιανούς, πού δέν εἶχαν τίς ἀπαραίτητες θεολογικές προϋποθέσεις, νά ξεπεράσουν τήν ἐπιφάνεια καί νά εἰσδύσουν στήν πανηγυριζόμενη δόξα τοῦ διδασκάλου Χριστοῦ, τῆς Σοφίας καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, τῆς πηγῆς τοῦ ἀκενώτου ὕδατος. Συνέβη μέ αὐτή κάτι ἀνάλογο μέ ἐκεῖνο πού συνέβη μέ τούς περιφήμους ναούς τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας, πού ἀντί νά τιμῶνται στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ὡς Σοφίας τοῦ Θεοῦ, πρός τιμήν τοῦ ὁποίου ἀνηγέρθησαν, κατήντησαν, γιά τούς ἰδίους λόγους, νά πανηγυρίζουν στήν ἑορτή τῆς Πεντηκοστῆς ἤ τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἤ τῆς ἁγίας Τριάδος ἤ τῶν Εἰσοδίων ἤ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου ἤ καί αὐτῆς τῆς μάρτυρος Σοφίας καί τῶν τριῶν θυγατέρων της Πίστεως, Ἐλπίδος καί Ἀγάπης.

π Ανδρέας Κονάνος-Μάθε να περιμένεις..


Είδες τι μου’πες; “Θέλω ν’ αλλάξει το παιδί μου. Να το δω, κι ας πεθάνω”. Δεν ξέρω αν θα το δεις αλλαγμένο πριν πεθάνεις. Μπορεί να το δεις αφού πεθάνεις. Μπορεί ο Θεός να θέλει να κάνεις τόση υπομονή, που να μην προλάβεις να το δεις αλλαγμένο όπως το θες εσύ. Αλλά θα το δει ο Κύριος και θα το δεις κι εσύ από κει που θα ‘σαι, στην αιώνια ζωή. Θέλει όμως πολλή υπομονή. Να περιμένεις την απάντηση στην προσευχή που μόλις χθες έκανες. Έκανες χθες προσευχή; Θα περιμένεις. Πότε; Μην ανησυχείς. Όταν το βέλος της προσευχής σου φτάσει την καρδιά τού Θεού και την τρυπήσει και τη ματώσει από αγάπη, τότε θα δεις το αποτέλεσμα. Πότε έριξες το βέλος τής προσευχής; Χτες; Τότε περίμενε. Ταξιδεύει. Καμιά προσευχή δεν πάει χαμένη. Καμία προσευχή δεν μένει αναπάντητη. Θέλει όμως υπομονή. Να περιμένεις.
 
Περιμένουν μερικοί να δουν αποτέλεσμα την ίδια ώρα. Κάνεις προσευχή τώρα, θέλεις αύριο να δεις αποτέλεσμα. Μπορεί να γίνει κι αυτό. Αλλά όταν πιάσεις το κομποσκοίνι στο χέρι σου μην περιμένεις κι αμέσως τους καρπούς. Πολλοί πάνε στο άγιο Όρος μ’ ένα κομποσκοίνι στο χέρι και θέλουν να δουν το Θεό με μια αγρυπνία που θα κάνουν. Θέλουν να δουν το άκτιστο φως με μιας νύχτας προσευχή. Δεν γίνεται έτσι. Θέλει πολλή υπομονή, θέλει πολλή απαντοχή και να λες “Κύριε, όποτε θες εσύ. Εγώ θα περιμένω. Ὑπομένων, ὑπέμεινα τὸν Κύριον καὶπροσέσχε μοι καὶ εἰσήκουσε τῆς δεήσεώς μου”. Με πρόσεξε ο Κύριος, με κοίταξε, με άκουσε, αλλά πρώτα πρέπει να περιμένω. Είναι ωραία να περιμένεις το Θεό και να κάνεις υπομονή στα θέματα αυτά τα θεϊκά.
Ο άγιος Αμμωνάς ξέρεις πόσο καιρό περίμενε να απαλλαγεί από το θυμό; Κάθε μέρα το ζήταγε απ’ το Θεό. Και ξέρεις πόσο περίμενε; Οκτώ χρόνια. Όλα αυτά τα χρόνια εξακολουθούσε να θυμώνει, και πάλευε, και ξανά και ξανά, και προσευχή, και πάλι υπομονή και πάλι υπομονή. Και τον όγδοο χρόνο ήρθε ο Κύριος και τον απάλλαξε. Για σκέψου να ‘χε απελπιστεί τον έβδομο χρόνο και να ‘λεγε “Ε, δε συνεχίζω. Δε πάει άλλο αυτή η ιστορία. Ένα, δύο, τέσσερα, πέντε, έξι, εφτά χρόνια υπομονή. Ε, δε βγαίνει τίποτα”. Κι όμως. Έκανε υπομονή ακόμα ένα χρόνο, έφτασε τα οκτώ και ήρθε η απαλλαγή και η λύτρωσή του. Και μετά η καρδιά του έγινε τόσο ήρεμη που δεν ξαναθύμωσε ποτέ στη ζωή του.
Εσύ θυμώνεις; Θυμώνεις. Κι εγώ θυμώνω λίγο. Όχι πάρα πολύ, αλλά θυμώνω κι εγώ. Λοιπόν θέλεις να ζήσεις κι εσύ αυτό το θαύμα; Τότε ξεκίνα από σήμερα να κάνεις προσευχή με υπομονή. Ζήτα απ’ το Θεό να σου πάρει το θυμό. Ζήτα το σε κάθε θεία Λειτουργία. Και μη μου λες “Τι να πάω να κάνω στην Εκκλησία”. Ε, να. Αυτό να κάνεις. Αν θυμώνεις να πηγαίνεις κάθε Κυριακή να παρακαλάς το Θεό να σου πάρει το θυμό. Και μόνο γι’ αυτό να πηγαίνεις Εκκλησία, έχεις σοβαρό λόγο να πηγαίνεις στο Ναό του Θεού. Και να λες “Κύριε, χάρισέ μου την πραότητα, την ηρεμία, να μην αρπάζομαι, να μη με βλέπουν τα παιδιά μου και τρέμουν, να μη με βλέπει η γυναίκα μου στο σπίτι και τη στεναχωρώ και δημιουργώ αυτό το κλίμα το βαρύ με τις φωνές, με το θυμό και τα νεύρα μου. Κύριε, πάρε μου το θυμό”. Το ξέρω ότι το ζήτησες. Πόσες φορές; “Ε, πόσες φορές να το ζητήσω;”. Πολλές. Οκτώ χρόνια ο άγιος Αμμωνάς. Εσύ πόσο καιρό το ζήτησες. Για πόσο καιρό είπες στον Κύριο “Απάλλαξέ με, Κύριε, απ’ αυτό το πάθος”. Απ’ το θυμό, την οργή, την ασωτεία, η μέθη, το κάπνισμα, την κλοπή, το ψέμα, την περιέργεια. Ό,τι έχεις, ζήτα το απ’ το Θεό και μετά κάνε υπομονή. Και ξέρεις γιατί να κάνεις υπομονή κι εσύ όπως έκανε ο άγιος Αμμωνάς και κάθε άγιος; Διότι Αυτός τον Οποίο υπομένεις και καρτεράς, δεν είναι ένας τυχαίος αλλά είναι ο άγιος Θεός, που δεν είπε ποτέ ψέματα, αλλά μένει πιστός στις υποσχέσεις και την αγάπη του. Και θα ‘ρθει ο Θεός κάποια στιγμή και θα σε βοηθήσει και θα γίνεις κι εσύ ήρεμος σαν πρόβατο και δε θα ξαναθυμώσεις ποτέ και δε θα ξαναπιείς ποτέ, δε θα ξανακαπνίσεις ποτέ, θα απαλλαγείς απ’ τα πάθη σου και θα γίνεις καινούριος άνθρωπος. Θέλει υπομονή και προσευχή. Να περιμένεις ν’ αλλάξει κι ο σύντροφός σου προς το καλύτερο. Μη βιάζεσαι. Μη θες να γίνουν απότοσμα σήμερα όλα καλύτερα. Τα λάθη που έχει η γυναίκα σου δε τα φορτώθηκε όλα σε ένα μήνα. Είναι λάθη μιας ζωής. Είναι χαρακτήρας που χαράκτηκε, γι’ αυτό λέγεται χαρακτήρας. Ο Χαρακτήρας έχει χαραχτεί μέσα μας απ’ τα παιδικά μας χρόνια. Δε μπορούμε σε μια στιγμή να τα αλλάξουμε αυτά. Μερικά ζευγάρια δίνουν διορία ο ένας στον άλλον, “Αν δεν τα ‘χουμε βρει σ’ ένα χρόνο, θα χωρίσουμε”. Μα κάτσε, βρε παιδί μου. Πώς θα χωρίσεις. Περίμενε, κάνε υπομονή. “Τι υπομονή, πάτερ;”. Μα χαρακτήρας είναι αυτός. Αλλάζει έτσι εύκολα; Περίμενε.
Θυμάμαι κάποιον που έκανε δίαιτα. Και του έλεγε ο γιατρός ότι τα βαθύτερα στρώματα λίπους χάνονται πολύ πιο δύσκολα. Τα τελευταία κιλά, αν κάνεις δίαιτα, τα χάνεις πολύ πιο δύσκολα απ’ ό,τι χάνεις τα πρώτα. Ξέρεις γιατί; Γιατί αυτό το στρώμα λίπους υπάρχει μέσα μας εδώ και πολλές δεκαετίες. Και με τη δίαιτα κάνουμε αυτό ακριβώς: γυρνάμε πίσω και πάμε να κάψουμε παλιά στρώματα λίπους. Ας πούμε, είναι κάποιος σήμερα ενενήντα κιλά και θέλει να φτάσει τα ογδόντα. Ογδόντα κιλά, όμως, ήτανε πριν από αρκετά χρόνια. Έχει περάσει καιρός από τότε που ήταν για τελευταία φορά ογδόντα κιλά. Πήρε βάρος, πήγε ενενηνταένα, πήγε ενενηνταπέντε, ανέβηκαν τα κιλά του. Για να φτάσει ξανά στα ογδόντα κιλά, πρέπει να σκάψει μέσα του αυτό το λίπος και να φτάσει πίσω, πίσω. Και να φτάνει σε κείνη την παλιά χρονιά που ήταν ογδόντα κιλά. Κι είναι δύσκολο να φύγει αυτό το λίπος.
Έτσι και με την ψυχή μας. Έχει πιάσει λίπος. Τα πάθη έχουν δημιουργήσει μια επίστρωση μέσα μας που δε φεύγει εύκολα.
Πρέπει να κάνεις υπομονή για τον άνθρωπό σου. Να κάνεις χώρο στην καρδιά του άλλου, να τον αφήσεις να σκεφτεί, να αποφασίσει, ακόμα και να φύγει για λίγο αν θέλει, τροπικά. Ή και τοπικά, αν δεν αντέχει αλλιώς. Ναι, άσε να φύγει. Να πάει να κάτσει λίγο στη μάνα της, στον πατέρα της ή να φύγεις κι εσύ, να πας κάπου για λίγο μόνος. Να σκεφτείς, να ηρεμήσεις, να πάρεις το χρόνο σου. Δεν μπορεί να απαιτείς την αγάπη του άλλου και να λες “Θα μου φερθείς καλά, θα με σέβεσαι”. Αυτά δε γίνονται με καταπίεση. Αυτά γίνονται μόνο με ελευθερία. Γι’ αυτό, δώσε στον άνθρωπό σου χρόνο, χώρο, υπομονή.
Μου το’ πες και συγκινήθηκα, “Πάτερ, μ’ άφησε η κοπέλα που αγαπώ και ήμασταν αρραβωνιασμένοι τόσα χρόνια. Κι εγώ τι να ‘κανα; Την ήθελα πολύ. Αλλά ήξερα ότι η αγάπη δεν απαιτείται. Δεν μπορεί να απαιτήσω την αγάπη, να πω σε κάποια “αγάπα με με το ζόρι, επειδή εγώ το θέλω”. Και ξέρετε τι έκανα; Την άφησα να φύγει. Και τώρα κάθομαι και περιμένω. Υπομένω αγαπώντας. Υπομένω πονώντας. Υπομένω προσευχόμενος”.
Η πιο σωστή αντίδραση. Και θα το δεις, θ’ αλλάξει ο άλλος. Αν θέλει ο Θεός κι αν η αγάπη που βγάζεις από μέσα σου είναι αληθινή, κι αν η υπομονή σου είναι αγαπητική, τότε θα δεις ότι ο άνθρωπος που φεύγει από κοντά σου, (η γυναίκα σου, το παιδί σου, ο συζυγός σου), πουθενά αλλού δε θα βρει τέτοια γλυκιά αγάπη σαν τη δική σου. Και θα ξαναγυρίσει πίσω. Θα πάει όπου θέλει, μπορεί να δοκιμάσει διάφορα άλλα, αλλά δε θα βρει τέτοια ζεστασιά ούτε τέτοια ποιότητα αγάπης. Θα βρει υποκατάστατα, ψεύτικα λόγια, συμφεροντολογικές και περιστασιακές αγάπες, και θα γυρίσει πάλι σε σένα. Αρκεί όταν γυρίσει να σε βρει να περιμένεις. Θα περιμένεις;
Τι ωραίο πράγμα, που όταν γύρισε ο Οδυσσέας βρήκε μια Πηνελόπη να τον περιμένει! Τι συγκίνηση! Σκεφτείτε ο Οδυσσέας να είχε βρει την Πηνελόπη του παντρεμένη με κάποιον από τους μνηστήρες που εποφθαλμιούσαν και περίμεναν την ευκαιρία να την πάρουν για σύζυγό τους. Η Πηνελόπη περίμενε, αλλά και ο Οδυσσέας περίμενε. Έκανε υπομονή σ’ αυτό το μεγάλο ταξίδι. Και ανταμείφθηκε η υπομονή του, η αγάπη του. Γιατί ήταν ακριβώς αυτό: υπομονή γεμάτη αγάπη.
Κι ο άσωτος γιος γύρισε. Ο πατέρας του τον περίμενε. Έκανε υπομονή. Τον κοίταζε απ’ το παράθυρο να ‘ρθει και τα μάτια του έβγαζαν αγάπη και νοσταλγία, και καλοσύνη, κι υπομονή τεράστια. Και είδε το θαύμα.
Είναι δύσκολο, αδελφέ μου, να κάνουμε υπομονή. Η εποχή μας είναι βιαστική κι όλοι μάς λένε “Τώρα. Εδώ και τώρα”. Κέντρα δίαιτας, εκμάθηση ξένων γλωσσών, ταχύρυθμα τμήματα εδώ και εκεί, όλα μάς υπόσχονται γρήγορα αποτελέσματα. Όλες οι συσκευές της κουζίνας είναι γρήγορες, σε δυο λεπτά. Φούρνος μικροκυμάτων. Ένα λεπτό, και το φαγητό είναι έτοιμο. Οτιδήποτε κάνουμε στη ζωή μας έχει ταχύτητα. Όλα είναι γρήγορα και βιαστικά. Κι έρχεται ο Θεός και μας λέει “Ξέρεις κάτι; Όλα αυτά καλά κάνεις και τα κάνεις γρήγορα. Σου κάνουν τη ζωή εύκολη. Αλλά η ψυχή θέλει ακόμα και σήμερα, μετά από τόσους αιώνες, πάλι τους δικούς της ρυθμούς. Όπως τότε που σε έπλασα, παιδί μου. Δεν έχει αλλάξει αυτό”.
Θέλει υπομονή η καλλιέργεια της ψυχής. Πρέπει να περιμένεις τις υποσχέσεις του Θεού, ώστε να δεις να εκπληρώνονται. Έχει υποσχεθεί πολλά πράγματα ο Θεός. Και ό,τι υποσχέθηκε θα γίνει. Μας έχει πει ο Θεός, ας πούμε, ότι “Είστε ευτυχισμένοι άμα κλαίτε. Διότι θα γελάσετε. Όποιος κλάψει στη ζωή αυτή, θα γελάσει”. Περίμενε. Να σου εξηγήσω. Δεν εννοούσε ο Χριστός τα δάκρυα που είχες χθες εσύ πάνω στα νεύρα σου. Το καταλαβαίνεις, πιστεύω. Διότι πολλοί κλαίμε κι από νεύρα, όταν φωνάζουμε και παρεξηγούμαστε. Δεν εννοούσε αυτά τα δάκρυα. Μα αν κλαις ταπεινά, αν κλαις επειδή είσαι αδικημένος. Έχεις κλάψει ποτέ αδικημένος; Όχι επειδή παρεξηγήθηκες και θίχτηκε ο εγωισμός σου και σ’ έπιασε το πείσμα σου επειδή δεν έγινε το δικό σου. Όχι. Να κλάψεις επειδή σε αδίκησαν κατάφωρα, αδικημένος για την αλήθεια. Έχεις κλάψει ποτέ συκοφαντημένος; Ξέρω κάποιον που είχε κλάψει συκοφαντημένος: Ο άγιος Νεκτάριος. Πόσες φορές δε θα ‘χε κλάψει σ’ αυτό το δωματιάκι εκεί στην Αίγινα, όταν άκουγε να λένε τόσα σχόλια γι’ αυτόν. Δεν ήταν αναίσθητος. Δεν είχε πέτρα μες στο στήθος του. Καρδιά είχε. Και σίγουρα θα έκλαψε. Αδικημένος, συκοφαντημένος, και περίμενε, και περίμενε. Κι είδε το δίκιο του. Πότε. Όσο ζούσε, δυστυχώς, λίγο το είδε. Ο Κύριος τον δικαίωσε όμως πολύ, έστω μετά θάνατον. Η Εκκλησία της Αλεξανδρείας ζήτησε συγγνώμη για τις συκοφαντίες που είχαν ακουστεί για τον άγιο Νεκτάριο και για τον τρόπο που του φέρθηκε. Περίμενε ο άγιος τόσα χρόνια κι ο Θεός τον δικαίωσε. Όσο ζούσε βέβαια, οι άνθρωποι δεν του έδωσαν αυτό το γλυκό ποτήρι της δικαίωσης, αλλά τον πότισαν πίκρα. Εκτός απ’ τους ανθρώπους της Εκκλησίας, τις απλές ψυχές. Οι απλοί πιστοί πάντα τον αγαπούσαν. Αλλά ο άγιος Νεκτάριος έκανε υπομονή. Γι’ αυτό και πολλοί τον ονόμασαν, “Ο άγιος της υπομονής, της καρτερίας”. Διότι περίμενε και δε διαμαρτυρόταν. Περίμενε κι εσύ και θα δεις ότι τα δάκρυά σου μια μέρα θα γίνουν διαμάντια που θα λάμπουν.
Είπε ο Κύριος “Όποιος μ’ ακολουθήσει, από τώρα θα νιώσει μέσα του τον Παράδεισο. Εγώ θα εμφανίσω τον εαυτό μου μέσα του και θα ‘ρθει όλη η αγία Τριάδα και θα μπει στην καρδιά του. Όποιος μ’ αγαπά, ήδη απ’ αυτόν τον κόσμο”. Και λες εσύ, “Πού είναι αυτό. Εγώ δε νιώθω το Θεό”. Κάνεις, όμως, υπομονή; Αγωνίζεσαι υπομονετικά; Πόσο. Θέλει πολύ. Μέρες; Μήνες. Μήνες; Χρόνια, δεκαετίες. Κάνε τόπο μέσα σου, ν’ αφήσεις στο Χριστό να μπει. Άσε ένα σημείο, άσε μια σταθερή θέση στο Χριστό και μην τον πας μια δω και μια εκεί μες στης καρδιάς σου το τοπίο.
Όταν κάποιος γίνεται μοναχός στο άγιο Όρος, ένα ωραίο δώρο που του κάνουν κάποιοι, είναι μια εικόνα της αγίας Υπομονής. Το ξέρεις; Και οι πιο πολλοί μοναχοί αγαπούν την αγία Υπομονή. Διότι η ζωή του μοναχού θέλει υπομονή. Η ζωή του όλη είναι μια τεράστια υπομονή. Ζωή αρκετά μονότονη: κάθε μέρα ακολουθία, κάθε μέρα ξύπνημα στο κελί, πρωινή ακολουθία, κανόνας, κομποσκοίνια, μετάνοιες. Είναι ωραία βέβαια, έχει και ποικιλία, αλλά έχει και μονοτονία σε μερικά πράγματα. Και τι θέλει; Πολλή υπομονή. Το λέει και στην ακολουθία του μοναχικού σχήματος, “Κτήσουν ὑπομονήν”. Έχεις ανάγκη να αποκτήσεις τεράστια υπομονή.
Είπε ο Χριστός μας ότι “όποιος, σαν τα πουλάκια και σαν τα κοράκια του ουρανού, σαν τα παιδάκια και σαν τα λουλουδάκια εμπιστευτεί τον Κύριο, θα δει την προστασία και την στοργή του. Θα του δώσω απ’ όλα: και τροφή και νερό κι ομορφιά και στολίδια, και θα βρει όλου του κόσμου τα καλά. Θα του τα δώσω εγώ“. Εσύ όμως δεν κάνεις υπομονή να δεις αυτά τα θαύματα, παρά τι κάνεις; Αγχώνεσαι διαρκώς. Και λέει ο Κύριος “Για να δεις αυτό που υποσχέθηκα, ξεντύσου από πάνω σου τα ρούχα που φοράς και σου χαλούν το πρόσωπο. Εγώ θέλω να σε ομορφύνω, αλλά πώς να σε ομορφύνω όταν εσύ πας και βάσεις στο πρόσωπό σου τα δικά σου στολίδια τα ψεύτικα, τα ανθρώπινα; Βγάλε από πάνω σου το άγχος, για να σου δώσω εγώ ένα όμορφο πρόσωπο ειρηνικό, γαλήνιο, ήρεμο. Βγάλε από πάνω σου την αγωνία, την ανασφάλεια και τον πανικό, που σε κάνουν να ‘σαι άσχημος και κάνουν το πρόσωπό σου να γερνάει, κι έλα να ντυθείς, έλα να φορέσεις τα δικά μου ρούχα”. Την ειρήνη του Χριστού, την πίστη στη δύναμή του, την ελπίδα στα λόγια του. Και μετά ξέρεις τι να κάνεις; Ξάπλωσε ήρεμος, κι υπομονετικά περίμενε τη χάρη του Χριστού που θα ‘ρθει να σ’ αλλάξει. Γίνε όπως σε θέλει ο Θεός και μετά ξάπλωσε και κοιμήσου και περίμενε. Εμπιστεύσου το Θεό και άστα όλα στο Θεό. Και κάνοντας υπομονή, θα βλέπεις κάθε μέρα να κάνει κάτι ο Θεός στη ζωή σου. Κάθε μέρα που ξυπνάς θα διαπιστώνεις ότι είσαι πιο κοντά στην ευτυχία. Αν όλα αυτά τα δεις λογικά, θα πεις ότι αυτά που λέει ο Θεός δε θα σε κάνουν ευτυχισμένο. Ίσα ίσα σ’ αφήνουν μετέωρο, να κρέμεσαι στο κενό. Κι όμως. Αυτό που νομίζεις ότι είναι κρέμασμα στο κενό, είναι η πιο σίγουρη κίνηση ευτυχίας. Να ‘σαι σίγουρος ότι αυτό που νομίζεις για κενό θα φέρει ακριβώς το γέμισμα της καρδιά σου, και θα δεις πώς θ’ αλλάξει η ζωή σου. “Μην κάνεις τίποτα” λέει ο Χριστός, “για να εκδικηθείς τον εχθρό σου. Άσε, θα τον αναλάβω εγώ. Θα κάνω εγώ ό,τι πρέπει. Εσύ κάνε μόνο ένα πράγμα. Τι. Αγάπα τον εχθρό σου. Κι όταν τον αγαπάς είναι σα να βάζεις πάνω στο κεφάλι του κάρβουνα αναμμένα”. “Μα” θα πεις “εγώ θέλω να δω την εκδίκηση. Θέλω να δω ότι επεμβαίνεις, Κύριε. Να δω μια τάξη, μια δικαιοσύνη στη ζωή μου”. Και λέει ο Κύριος “Ναι, θα το κάνω. Θα σε δικαιώσω. Άσε τα πράγματα, όμως. Κι όταν έρθει η ώρα, θα βοηθήσω. Θέλω να βοηθήσω όμως κι αυτή την ψυχή να καταλάβει το λάθος της. Εσύ όμως κάνε υπομονή. Άσ’ τα πράγματα να τα δικαιώσω εγώ και όχι εσύ”.
Λέει ο Κύριος να παρακαλάμε, “Tὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῖν σήμερον” “Κύριε, μόνο για σήμερα; Και αύριο; Τι θα γίνει αύριο.” Άστο το αύριο. Σήμερα δε ζούμε; Κάνε υπομονή και θα δεις ότι κι αύριο θα νιώσεις τη δύναμη του Χριστού, θα δεις πάλι την προστασία του. Χωρίς να σκέφτεσαι εσύ τι θα γίνει μεθαύριο, τι θα γίνει του χρόνου, τι θα γίνει όταν πας εξήντα και εβδομήντα χρονών. Άσε τα πράγματα να κυλήσουν μόνα τους. Θέλει υπομονή η ζωή. Η λογική σου λέει “Κάνε τώρα τα πάντα. Βιάσου, κινήσου, τρέξε, πήγαινε σε ασφαλιστικές εταιρείες, κάνε επενδύσεις τώρα, χάνεις τον έλεγχο της ζωής”. Κι ο Κύριος λέει, “Όχι. Μην πανικοβάλλεσαι. Περίμενε. Μάθε να περιμένεις”.
Το ‘χεις μάθει εσύ αυτό το μάθημα της υπομονής στη ζωή σου; Σκέψου. Πότε πήγες είκοσι χρονών, από δεκαοχτώ, πότε έφτασες σαράντα, πότε έφτασες εξήντα χρονών, κι εσύ είσαι τώρα ογδόντα πέντε κι ενενήντα. Πώς πέρασαν τα χρόνια. Κι έλεγες τότε που ήσουν νέος “Άντε να μεγαλώσω. Πότε θα μεγαλώσω, πώς θα κυλήσει η ζωή”. Και είδες πώς κυλάει η ζωή; Γρήγορα κυλάει. Τι θέλει όμως; Να περιμένουμε. Θέλει να δεχόμαστε την κάθε μέρα με ηρεμία όπως τη δίνει ο Κύριος. Και το κάθε πράγμα θα ‘ρθει στον καιρό του. Αρκεί εσύ να κάνεις αυτή την υπομονή. Και να περιμένεις τη Βασιλεία του Θεού να ‘ρθει. Να περιμένεις να σου φέρει ο Θεός τα πράγματα όπως τα θέλει αυτός.
Είναι μερικοί που κουράζονται στη ζωή τους. Με τα βάσανα της ζωής κι επειδή δεν μπορούν να περιμένουν άλλο, φτάνουν και λένε “Καλύτερα να πεθάνω”. Μου το λένε μερικοί και στην εξομολόγηση, “Πάτερ, το έχω πει μερικές φορές “Ας πεθάνω, Θεέ μου, βαρέθηκα τη ζωή μου, θέλω να απαλλαγώ, θέλω να ηρεμήσω”». Αλλά αυτός ο θάνατος που περιμένεις δεν είναι καλός θάνατος. Και οι άγιοι ήθελαν να πεθάνουν αλλά δεν έβλεπαν το τέλος ως τέλος απαλλαγής, αλλά τέλος απόλαυσης. Ήθελαν να πεθάνουν όχι από μίσος για τη ζωή, αλλά από πόθο για την όντως ζωή, για να ‘ναι κοντά στο Χριστό. Όχι ως απαλλαγή από ένα μαρτύριο, αλλά για να ζήσουν ένα μυστήριο. Το μυστήριο του Θεού, πληρέστερα. Όχι για να απαλλαγούν από κάτι, μα για να αλλαχτούν από κάτι και από Κάποιον. Από το Θεό. Για ν’ αλλοιωθούν απ’ τη Βασιλεία του Θεού. Ήθελαν και οι άγιοι να φύγουν απ’ τον κόσμο αυτό, και ήταν ανυπόμονοι. Μα επειδή αγαπούσαν πολύ το Θεό. Κι έλεγαν “Αχ, Κύριε, πάρε με κοντά σου”. Το ‘λεγε ο απόστολος Παύλος, “Επιθυμώ άναλύσαι καί συν Χριστώ είναι”. “Θέλω να πεθάνω. Δεν κρατιέμαι άλλο στη ζωή. Θέλω να φύγω. Θέλω να φύγω απ’ αυτό τον κόσμο. Δεν έχω υπομονή”. Αλλά δεν το έλεγαν όπως το λέμε εμείς. Εμείς το λέμε κουρασμένοι και βαριεστημένοι, επειδή δε χαιρόμαστε τα δώρα του Θεού και βαριόμαστε τη ζωή μας. Όχι, αδερφέ μου. Στη ζωή αυτή θα κουραστούμε. Θα περάσουμε πολλά. Πιο πολλές, όντως, θα είναι οι λύπες στη ζωή. Πιο πολλά θα ‘ναι τα δάκρυα κι οι στεναγμοί. Πολλά τα έξοδα, οι αρρώστιες, οι αγωνίες, παρά τα χαμόγελα και η ευτυχία. Το ξέρω. Το λες κι εσύ, και το ζούμε όλοι. Αξίζει όμως να κάνεις τον αγώνα αυτό. Όλα αυτά που τώρα περνάς με υπομονή, σού ετοιμάζουν τον Παράδεισο. “Οὐκ ἄξια τὰ παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ πρὸς τὴν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλυφθῆναι ημίν”. Θα δεις. Αυτά που τώρα περνάμε, με την υπομονή που κάνουμε, είναι ένα τίποτα μπροστά σ’ αυτό που μας περιμένει. Μας περιμένει ένας πανέμορφος κόσμος ευτυχίας και αγαλλίασης κοντά στο Θεό. Όσοι άγιοι είδαν τον Παράδεισο είπαν “Πω, πω, Θεέ μου, αν το ‘ξερα τι ευτυχία με περιμένει εδώ πέρα, δε θα διαμαρτυρόμουν ποτέ στη ζωή. Και θα ‘κανα συνέχεια υπομονή και θα περίμενα, μόνο και μόνο για να ζήσω αυτό το υπέροχο που τώρα ζω”. Γι’ αυτό, κάνε υπομονή. Για ν’ απολαύσεις τη Βασιλεία του Θεού, τη γεμάτη ευτυχία.
Μια άλλη φορά θα πούμε γιατί αξίζει να κάνουμε υπομονή, γιατί πρέπει να κάνουμε υπομονή και κάποιες αφορμές και κάποιες σκέψεις που θα κάνουν αυτή την υπομονή πιο δυνατή μες στην καρδιά μας. Γιατί πολλές φορές έρχεσαι και λες κλαίγοντας, “Δεν αντέχω άλλο. Δεν μπορώ άλλο. Δεν μπορώ τον άντρα μου που μεθά. Δεν τη μπορώ τη γυναίκα μου που δε μ’ αφήνει σε ησυχία και συνέχεια φωνάζει. Δεν το μπορώ το παιδί μου που δε μ’ ακούει. Δεν μπορώ τον καθηγητή μου που μ’ έχει βάλει στο μάτι. Δεν μπορώ το ένα, δεν μπορώ το άλλο. Δεν αντέχω, δεν έχω υπομονή στη ζωή μου. Κουράστηκε το νευρικό μου σύστημα. Έχω αρρωστήσει”. Κι όμως. Μπορούμε λίγο ακόμα να κάνουμε υπομονή. Και όταν δει ο Κύριος ότι είμαστε στα όριά μας κι ότι φτάνουμε στο παρά πέντε, κάτι θα γίνει και θα βρεθεί μια λύση.
Σήμερα πάντως είχατε πολλή υπομονή. Σας κούρασα λίγο με όλ’ αυτά, αλλά είναι τέτοιο το θέμα της υπομονής που θέλει όντως υπομονή και για να τη ζεις, αλλά και να μιλάς γι’ αυτή, και ν’ ακούς γι’ αυτή.
 
Απόσπασμα από το βιβλίο “Αγάπη για πάντα”
του π. Ανδρέα Κονάνου
Πηγή:imverias

ST. ISAIAH THE SOLITARY - Guarding the Intellect

 ST. ISAIAH THE SOLITARY

St. Isaiah the Solitary was a monk in Scetis who lived around 370 and was a contemporary of St. Macarius the Great. He moved to Palestine after 431 and died there in great old age around 491 as a hermit near Gaza. He is known for 27 "texts" on guarding the intellect against demonic deception, some of which we share below. 


["GUARDING THE INTELLECT" -- ST. ISAIAH THE SOLITARY]

-- There is among the passions an anger of the intellect, and this anger is in accordance with nature. Without anger a man cannot attain purity: he has to feel angry with all that is sown in him by the enemy. When Job felt this anger he reviled his enemies, calling them "dishonorable men of no repute, lacking everything good, whom I would not consider fit to live with the dogs that guard my flocks" (Job 30:1,4). He who wishes to acquire the anger that is in accordance with nature must uproot all self-will, until he establishes within himself the state natural to the intellect.

-- Let us stand firm in the fear of God, rigorously practicing the virtues and not giving our conscience cause to stumble. In the fear of God let us keep our attention fixed within ourselves, until our conscience achieves its freedom. Then there will be a union between it and us, and thereafter it will be our guardian, showing us each thing that we must uproot. But if we do not obey our conscience, it will abandon us and we shall fall into the hands of our enemies, who will never let us go. This is what our Lord taught us when He said: "Come to an agreement with your adversary quickly while you are with him in the road, lest he hand you over to the judge, and the judge deliver you to the officer and you are cast into prison" (Matthew 5:25). The conscience is called an "adversary" because it opposes us when we wish to carry out the desires of our flesh; and if we do not listen to our conscience, it delivers us into the hands of our enemies.

-- The monk should shut all the gates of his soul, that is, the senses, so that he is not lured astray. When the intellect sees that it is not dominated by anything, it prepares itself for immortality, gathering its senses together and forming them into one body.

-- If your intellect is freed from all hope in things visible, this is a sign that sin has died in you.

-- If your intellect is freed, the breach between it and God is eliminated.

-- The demons cunningly withdraw for a time in the hope that we will cease to guard our heart, thinking we have now attained peace; then they suddenly attack our unhappy soul and seize it like a sparrow. Gaining possession of it, they drag it down mercilessly into all kinds of sin, worse than those which we have already committed and for which we have asked forgiveness. Let us stand, therefore, with fear of God and keep guard over our heart, practicing the virtues which check the wickedness of our enemies.

-- Unless a man hates all the activity of this world, he cannot worship God. What then is meant by the worship of God? It means that we have nothing extraneous in our intellect when we are praying to Him: neither sensual pleasure as we bless Him, nor malice as we sing His praise, nor hatred as we exalt Him, not jealousy to hinder us as we speak to Him and call Him to mind. For all these things are full of darkness; they are a wall imprisoning our wretched soul, and if the soul has them in itself it cannot worship God with purity. They obstruct its ascent and prevent it from meeting God; they hinder it from blessing Him inwardly and praying to Him with sweetness of heart, and so receiving His illumination. As a result the intellect is always shrouded in darkness and cannot advance in holiness, because it does not make the effort to uproot these thoughts by means of spiritual knowledge.

-- When the intellect rescues the soul's senses from the desires of the flesh and imbues them with dispassion, the passions shamelessly attack the soul, trying to hold its senses fast in sin; but if the intellect then continually calls upon God in secret, He, seeing all this, will send His help and destroy all the passions at once.

-- He who receives no help when at war should feel no confidence when at peace.

-- When a man severs himself from evil, he gains an exact understanding of all the sins he has committed against God; for he does not see his sins unless he severs himself from them with a feeling of revulsion. Those who have reached this level pray to God with tears, and are filled with shame when they recall their evil love of the passions. Let us therefore pursue the spiritual way with all our strength, and God in His great mercy will help us. And if we have not guarded our hearts as our fathers guarded theirs, at least in obedience to God let us do all we can to keep our bodies sinless, trusting that at this time of spiritual dearth He will grant mercy to us together with His saints.

-- Examine yourself daily in the sight of God, and discover which of the passions is in your heart. Cast it out, and so escape His judgment.

-- Be attentive to your heart and watch your enemies, for they are cunning in their malice. In your heart be persuaded of this: it is impossible for a man to achieve good through evil means. That is why our Savior told us to be watchful, saying: "Strait is the gate, and narrow is the way that leads to life, and few there are that find it" (Matthew 7:14).

-- At the time of prayer, we should expel from our heart the provocation of each evil thought, rebutting it in a spirit of devotion so that we do not prove to be speaking to God with our lips, while pondering wicked thoughts in our heart. God will not accept from the hesychast a prayer that is turbid and careless, for everywhere Scripture tells us to guard the soul's organs of perception. If a monk submits his will to the law of god, then his intellect will govern in accordance with this law all that is subordinate to itself. It will direct as it should all the soul's impulses, especially its incensive power and desire, for these are subordinate to it.
from G.E.H. Palmer, Philip Sherrard, and Bishop Kallistos Ware, trans. and eds., "The Philokalia: The Complete Text" (vol. 1), (London: Faber and Faber, 1979), pp. 22 - 28

Γερόντισσα Αικατερίνα-Με θέμα"Όσιος γέρων Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης. Ο πλησίον ...Εγώ"

Καθηγουμένη Ι.Μ.Οσίου Εφραίμ του Σύρου. "'Οσιος γέρων Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης. Ο Πλησίον...Εγώ. ΣΥΝΔΙΟΡΓΑΝΩΣΗ: -ΓΕΧΑ Κατερίνης -Συλ.Προσκυνητών Αγ.Όρους "Παναγία η Πορταίτισσα". Πνευματική πανδαισία ήταν η ομιλία της Γερόντισσας Αικατερίνας, καθηγουμένης της Ι.Μ. Οσίου Εφραίμ του Σύρου Κονταριώτισσας, στα πλαίσια της σχολής Γονέων-Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κατερίνης με θέμα "Όσιος γέρων Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης. Ο πλησίον ...Εγώ"

Γέροντας Νεκτάριος Μουλατσιώτης: Μετάνοια, συγνώμη, συγχώρεση

Ομιλία Γέροντος Νεκταρίου Μουλατσιώτη με θέμα: "ΜΕΤΑΝΟΙΑ, ΣΥΓΝΩΜΗ, ΣΥΓΧΩΡΕΣΗ" Η ομιλία πραγματοποιήθηκε στον Ιερό Ναό Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης Πειραιώς την Κυριακή 26 Μαΐου 2013.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...