Friday 6 December 2013

Γιά τήν εὐχή καί τήν ἀλεπουδίτσα.


Π. Τύχων Σεβκούνωφ 

Στην Αίγυπτο όπου υπήρχαν στη βαθιά χριστιανική αρχαιότητα πολλά μεγάλα μοναστήρια, ζούσε ένας μοναχός που ήταν φίλος με έναν αγράμματο απονήρευτο αγρότη-φελάχο. Μια μέρα ο φελάχος είπε στο μοναχό:
«Κι εγώ λατρεύω το Θεό που δημιούργησε αυτό τον κόσμο! Κάθε απόγευμα χύνω σε μια γαβάθα κατσικίσιο γάλα και το βάζω κάτω από ένα φοίνικα. Το βράδυ ο Θεός έρχεται και πίνει το γαλατάκι μου. Του αρέσει πάρα πολύ! Ούτε μια φορά δεν έμεινε κάτι στη γαβάθα».
Όταν άκουσε αυτά τα λόγια ο μοναχός, δε μπόρεσε να μη γελάσει. Καλόψυχα και κατανοητά εξήγησε στο φίλο του ότι ο Θεός δε χρειάζεται κατσικίσιο γάλα.
Όμως ο αγρότης επέμενε με πείσμα στο δικό του. Τότε ο μοναχός πρότεινε την επόμενη νύχτα να παρακολουθήσουν κρυφά  τι συμβαίνει, όταν αφήσουν τη γαβάθα με το γάλα κάτω από τον φοίνικα.
Το είπαν και το έκαναν:
τη νύχτα ο μοναχός κι ο αγρότης κρύφτηκαν κοντά και στο φως του φεγγαριού σύντομα είδαν ότι μια αλεπουδίτσα είχε πλησιάσει κρυφά τη γαβάθα κι έγλειφε όλο το γάλα ώσπου να την αφήσει πεντακάθαρη.
Αυτή η αποκάλυψη χτύπησε τον αγρότη σαν κεραυνός! «Ναι», παραδέχτηκε συντετριμμένος, «τώρα το βλέπω, δεν ήταν ο Θεός!».
Ο μοναχός προσπάθησε να καθησυχάσει τον αγρότη κι άρχισε να εξηγεί ότι ο Θεός είναι Πνεύμα, ότι είναι απόλυτα διαφορετικός σε σχέση με τον κόσμο μας, ότι οι άνθρωποι Τον γνωρίζουν με ιδιαίτερο τρόπο… Όμως ο αγρότης στεκόταν μπροστά του με το κεφάλι κάτω και μετά άρχισε να κλαίει κι έφυγε για την καλύβα του.
Ο μοναχός πήγε κι αυτός στο κελί του. Όμως όταν πλησίασε είδε με κατάπληξη έναν άγγελο στην πόρτα να του φράζει το δρόμο. Ο μοναχός τρομαγμένος έπεσε στα γόνατα κι ο άγγελος είπε:
«Αυτός ο απλός άνθρωπος δεν είχε ούτε παιδεία ούτε σοφία ούτε μόρφωση για να λατρέψει το Θεό διαφορετικά απ’ ό,τι έκανε. Κι εσύ με τη σοφία και τη μόρφωσή σου του πήρες αυτή τη δυνατότητα. Θα πεις ότι χωρίς αμφιβολία έκρινες σωστά; Όμως ένα πράμα δεν ξέρεις, ω σοφέ: ο Θεός βλέποντας την ειλικρινή καρδιά αυτού του αγρότη, κάθε βράδυ έστελνε στο φοίνικα την αλεπουδίτσα για να τον καθησυχάσει και να δεχτεί τη θυσία του».

Απόσπασμα από το βιβλίο “Σχεδόν Άγιοι”
του Αρχιμ. Τύχων Σεβκούνωβ

Ελεύθεροι… που είμαστε δεμένοι χειροπόδαρα!


Άλλο ένα πράγμα που παρατηρώ, γράφεις, είναι το πως τρέχουν όλοι με κομμένη ανάσα πέρα-δώθε, κυνηγώντας, θαρρείς, κάτι που ποτέ δεν καταφέρνουν να πιάσουν. Τί φασαρία, τί αναβρασμός, τί πήγαιν’ έλα είν’ εκείνο που βλέπω, όποτε περνάω από πολυσύχναστο δρόμο; Διαπιστώνω, όμως, ότι το ίδιο συμβαίνει και στα σπίτια, ίσως και μέσα στις ψυχές των ανθρώπων. Τα ‘χω χαμένα! Μπορεί κανείς, αλήθεια, να ζει μ’ αυτόν τον τρόπο;…

Παρατηρώ, επίσης, το πώς καταναγκάζουν και καταπιέζουν ο ένας τον άλλο. Κανένας δεν έχει τη δική του βούληση. Κανένας δεν είναι ελεύθερος. Δεν τολμάς να ντυθείς όπως θα ‘θελες, να φερθείς όπως θα ‘θελες, να πεις ό,τι θα ‘θελες. Δεν μπορείς να ξεχωρίσεις από τους υπόλοιπους. Ό,τι κάνουν, επιβάλλεται από έναν άγραφο νόμο, ένα νόμο στον οποίο όλοι υποτάσσονται, ένα νόμο, ωστόσο, που κανένας δεν ξέρει το πώς καθιερώθηκε, μα ούτε και το πώς να τον αποφύγει. Μ’ αυτόν τον τρόπο αλληλοβασανίζονται. Δεν τολμάς ν’ ακούσεις κανέναν – τί θλιβερό!

Εγώ, π.χ., τα καταφέρνω στο τραγούδι. Όταν μπορώ να τραγουδήσω, τότε το τραγούδι είναι πραγματική απόλαυση και για μένα και για τους ακροατές. Υπάρχουν όμως περιπτώσεις, που, είτε μπορώ είτε όχι, αναγκάζομαι να τραγουδήσω. Και το κάνω, γιατί το επιβάλλει ο «νόμος» της ευγένειας. Η άρνησή μου θα είναι αντίθετη σ’ αυτόν το «νόμο». Έτσι, λοιπόν, τραγουδάω, μολονότι μου είναι αφόρητο: Το στήθος μου τσακίζεται, αλλά πιέζομαι, για να δείξω ότι τραγουδάω με κέφι. Το έχω παρατηρήσει και σε άλλους αυτό. Ε, να ποιά είναι η ελευθερία μας! Εξωτερικά όλοι φαινόμαστε ελεύθεροι άνθρωποι· ελεύθεροι, που είμαστε δεμένοι χειροπόδαρα!

Με αφορμή αυτή την παρατήρηση, άρχισα να εξετάζω συστηματικά, αν οι άνθρωποι κάνουν με την καρδιά τους όλα όσα κάνουν. Και το αποτέλεσμα; Δεν ξέρω αν πέφτω έξω, αλλά τίποτα δεν είδα να γίνεται με ειλικρινή εγκαρδιότητα και αυθόρμητη διάθεση. Κενές αβρότητες, πρόθυμες τάχα εξυπηρετήσεις, εκφράσεις αλληλοθαυμασμού και αλληλοεκτιμήσεως -μα όλα συμβατικά και επιφανειακά. Πίσω από τη βιτρίνα, κάτω από την εξωτερική εμφάνιση και συμπεριφορά, την τόσο λεπτή και ευγενική, κρύβεται ένα εντελώς διαφορετικό πνεύμα, ένα πνεύμα, που, αν ερχόταν ποτέ στο φως, θα διαπιστώναμε ότι στην πραγματικότητα όχι μόνο λεπτό δεν είναι, μα ούτε καν υποφερτό.

Τελικά, λοιπόν, τί αποδεικνύεται; Ότι οι κοσμικές συγκεντρώσεις μας δεν είναι παρά συναθροίσεις ηθοποιών που υποκρίνονται. Τί κωμωδία!

Τη μεγαλύτερη έκπληξη, όμως, μου την προξενεί η γενική ψυχρότητα που βλέπω γύρω μου. Πώς μπορούν να δείχνουν όλοι ότι είναι φίλοι μεταξύ τους, έτοιμοι να προσφέρουν στους άλλους ακόμα και το πουκάμισο τους, βαθύτερα όμως να έχουν τόση ψυχρότητα;

Οι διαπιστώσεις σου είναι απόλυτα σωστές. Δεν έχω τίποτα να προσθέσω σε όσα γράφεις. Όλα τούτα, πάντως, παρατηρήθηκαν και καταγράφηκαν από πολύ παλιά, για να τ’ αντιμετωπίσουμε προετοιμασμένοι. Αιώνες πριν ο άγιος Μακάριος ο Μέγας περιέγραψε την ακαταστασία, την πολύβουη κίνηση και το μάταιο κυνηγητό της επίγειας ζωής, που το γεύτηκες ήδη. «Οι κάτοικοι της γης», γράφει ο άγιος, «και τα τέκνα του κόσμου τούτου μοιάζουν με το σιτάρι μέσα στο κόσκινο. Έτσι κοσκινίζονται και οι ψυχές με τους άστατους κοσμικούς λογισμούς, την ακατάπαυστη ταραχή των γήινων πραγμάτων και τις πολύπλοκες υλικές φροντίδες. Ο σατανάς ταρακουνάει με το κόσκινο, δηλαδή με τις επίγειες μέριμνες, ολόκληρο το αμαρτωλό γένος των ανθρώπων. Μετά το προπατορικό αμάρτημα, αφότου δηλαδή ο Αδάμ αθέτησε την εντολή του Θεού και βρέθηκε κάτω από την εξουσία του διαβόλου, ο άρχοντας του σκότους κοσκινίζει με ακατάπαυστους απατηλούς λογισμούς τους ανθρώπους, χτυπώντας τους στα τοιχώματα του κόσκινου αυτής της γης. Όπως, δηλαδή, το κόσκινο ταρακουνάει και περιστρέφει και χτυπάει το σιτάρι, έτσι και ο διάβολος, αιχμαλωτίζοντας με τα γήινα πράγματα τις ψυχές των αμαρτωλών απογόνων του Αδάμ, τις ταράζει, τις αναστατώνει, τις ξεσηκώνει και τις παρασύρει σε μάταιους λογισμούς, σε αισχρές επιθυμίες και σε κοσμικούς δεσμούς, εξαπατώντας τες και ξελογιάζοντας τες ακατάπαυστα. Ο Κύριος είχε μιλήσει προφητικά στους αποστόλους Του για τον μελλοντικό τους πειρασμό: Ο σατανάς ζήτησε να σας δοκιμάσει σαν το σιτάρι στο κόσκινο. Εγώ, όμως, προσευχήθηκα στον Πατέρα μου να μη σας εγκαταλείψει η πίστη σας. Η ρήση και απόφαση, άλλωστε, που εξαγγέλθηκε από το Δημιουργό στον Κάιν, είναι ξεκάθαρη: Θα στενάζεις και θα τρέμεις και θα χτυπιέσαι πάνω στη γη. Αυτό ακριβώς συμβαίνει, μεταφορικά, με όλους τους αμαρτωλούς. Νιώθουν ανασφάλεια και αβεβαιότητα μέσα στους άστατους λογισμούς της δειλίας, μέσα στο φόβο, τη σύγχυση, την επιθυμία, την ηδονή· γιατί ο άρχοντας του κόσμου τούτου πειράζει όσους δεν έχουν αναγεννηθεί από το Θεό, περιστρέφοντας άστατα, σαν το σιτάρι μέσα στο κόσκινο, τους λογισμούς τους, προκαλώντας τους αίσθημα ανασφάλειας και παγιδεύοντάς τους με κοσμικές άπατες, σαρκικές ηδονές, φόβους και συγχύσεις».

Να οι δικές σου παρατηρήσεις από μια άλλη σκοπιά! Εσύ περιέγραψες τον τρόπο εξέλιξης των πραγμάτων ο άγιος Μακάριος αποκάλυψε την αιτία και την προέλευσή τους. Είναι, όμως, αδύνατο ν’ ασχοληθεί κανείς μ’ αυτή την πλευρά του ζητήματος, αν δεν υιοθετήσει και την αντίστοιχη διαλεκτική μέθοδο. Σου ζητάω, λοιπόν, ν’ αποδεχθείς την αντίληψη που εκφράζει ο άγιος Μακάριος, γιατί αγγίζει την ουσία του θέματος και θα σου χρησιμεύσει ως ανασχετικός παράγοντας απέναντι στη γοητεία της κοσμικής ζωής. Για να μάθεις πιο πολλά, αλλά και για να εξοικειωθείς περισσότερο μ’ αυτή τη συλλογιστική μέθοδο, διάβασε, αν θέλεις, ολόκληρη την πέμπτη ομιλία του αγίου Μακαρίου.

Από την πλευρά μου θα ήθελα να προσθέσω τούτο μόνο: Το ασταμάτητο κυνηγητό και το ανικανοποίητο όλων απ’ όλα σχετίζεται μ’ εκείνο ακριβώς που σου έγραψα στο προηγούμενο γράμμα μου, ότι δηλαδή δεν μπορεί να ικανοποιηθεί μ’ έναν τέτοιο τρόπο ζωής κάθε πλευρά η ανάγκη της ανθρώπινης φύσεως. Σου το εξηγώ με απλά λόγια: Μια ανικανοποίητη ανάγκη, λ.χ. η πείνα, απαιτεί ικανοποίηση, κι έτσι σπρώχνει τον άνθρωπο στην αναζήτηση τροφής. Όσο εκείνος κινείται μέσα σε πλαίσια όπου δεν είναι δυνατό να ικανοποιηθεί η πείνα του, αυτή δεν καταστέλλεται. Απεναντίας, μάλιστα, θεριεύει.

Έτσι, όμως, ούτε και το κυνήγι της τροφής σταματάει. Να, κάτι τέτοιο συμβαίνει και με τούς ανθρώπους που ζουν μέσα στο πνεύμα του κόσμου τούτου. Ακατάπαυστα αναζητούν τροφή για την πεινασμένη τους ψυχή. Αλλά μάταια. Ο εχθρός τους έχει τυφλώσει, και δεν συναισθάνονται την πλάνη τους: Έχουν πάρει λάθος δρόμο, ακολουθούν λάθος κατεύθυνση. Έτσι βασανίζονται μέσα στ’ αδιέξοδα και πνίγονται μέσα στο σκοτάδι. Κανένας δεν μπορεί να τους ανοίξει τα μάτια. Τρέχουν πέρα-δώθε σαν άγρια θηρία και βρυχώνται σαν τα λιοντάρια, που τριγυρνούν στη ζούγκλα αναζητώντας κάτι να καταβροχθίσουν.



(Οσίου Θεοφάνους του εγκλείστου, «Ο δρόμος της ζωής». Ι.Μ.Παρακλήτου)

St. John Chrysostom-Charitable Works Abolish Death!




Their power is so great that they not only cleanse sins but even do away with death itself. Let me explain how.

And who, someone might claim, has become greater than death through charity? Don’t worry, my beloved. Learn, from looking at things as they actually are, that the power of charity has destroyed even the tyranny of death.

There was once a woman called Tabitha, which translates as Gazelle (Acts, 9, 36-43). It was her daily task to earn spiritual riches for herself through charitable works. She clothed the widows and gave them all her possessions. It happened, however, that she fell ill and died.

But see how these women who’d been helped by her were able to repay their benefactress at the right time. They went to Saint Peter, say the Scriptures, and showed him the clothes and other things Tabitha had made and done when she was with them. They missed their mother-figure, probably shed tears, and gave the apostle cause to feel sad on their behalf.

So what did the blessed Peter do? He “got down on his knees and prayed. Turning towards the dead woman, he said, ‘Tabitha, get up’. She opened her eyes, and, seeing Peter, sat up. He took her by the hand and helped her to her feet. Then he called for the believers, especially the widows, and presented her to them alive” (Acts  9, 40-1).

Do you see the power of the apostle, or rather of the Lord who acted through him? Do you see what a reward she received- even in this life- for her good works? Because tell me, what did she give to the widows that was as great a thing as they gave her? She gave them food and clothing, but they brought her back to life and helped her to be released from death. Or rather, not them, but our merciful Lord, because of the services she had rendered them.

Do you see the power of the medicament? Let us all prepare it for ourselves, because, even though it’s so powerful, it’s not at all expensive. In fact, it’s really cheap, so it doesn’t require any great outlay. Because the value of charitable works doesn’t depend on vast amounts of money, but on the open-handedness of the people who do the giving. This is why somebody who gives a glass of cold water is well-received: so that we’ll learn that the Lord of all asks good will from each of us. It often happens that a person will do a great act of charity, even though they haven’t actually got that much themselves. This happens when their good intentions are very firm. And, of course, the opposite occurs as well: a person may have a lot, yet, because they’re petty by nature, it appears that they have less than those who indeed have little.

So, from the good things that the Lord has given us, let’s give generously to those in need. And what He’s given us, let’s give back to Him, so that they’ll become ours again, very much multiplied. Because the noble pride of the Lord is so great that, even though He receives what He Himself has given, He doesn’t consider that He’s receiving His own things, but promises to repay us for them with even greater generosity. But only if we want to demonstrate our own [generosity]. In other words, to give to the poor as if we were putting our gift into the hand of God, bearing in mind that the hand that receives our gift will not merely return it, but will grant us a hundred times more, thus demonstrating His great kindness towards us.

And why does He multiply this gift?  Because, if we’re willing to give away something of what’s been given to us by the Lord Himself, and so long as we are willing to do that, then His hand not only returns the gift to us, but, along with it, He grants us the Kingdom of Heaven and acclaims us and crowns us and gives us innumerable good things.

So, is He asking something burdensome or difficult of us? Whatever’s uselessly and pointlessly shut away in chests and store-rooms, He wants us to  share out, as we should, we ourselves, so that from this He can find occasion to crown us with all due ceremony. Because He hastens and rushes and is careful to ensure that what He’s promised us does actually come about.

I would beg you, therefore that we should not deprive ourselves of such wonderfully good things… What we have pointlessly stored, we should share for the upkeep of the poor. In this, there’s no chance that we’ll ever miss the mark; neither need we fear failure, which is what happens here on earth. Because it says: “He scattered, he gave to the poor”. And listen to what follows: “And his righteousness endures unto the ages of ages” (Ps. 111, 3).

What a wonderful sharing! In a brief period of time He made the distribution and His love lasts forever. Is anything that might exist more felicitous than that?

This is why I beg you, let us earn the love of God through charitable works so that it might truly be said of us, too, that they scattered, they gave to the poor, their love will last for ever. Because He spoke, scattered, and gave so that you wouldn’t think that what had been scattered was lost. Because He adds immediately: “His righteousness lasts unto the ages of ages”. The righteousness of those who have shared, remains unblemished, it stretches out into eternity and never ends.

St. John Chrysostom, On the Nativity, 55.

Source:Pemptousia.com
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...