Tuesday 30 December 2014

Το νέο έτος(Αλέξανδρου Σμέμαν)



Είναι παλιό το έθιμο: την παραμονή του Νέου Έτους, όταν το ρολόι κτυπήσει μεσάνυχτα, σκεφτόμαστε τις επιθυμίες μας για το νέο έτος και προσπαθούμε να εισέλθουμε στο άγνωστο μέλλον μ’ ένα όνειρο, προσδοκώντας ταυτόχρονα την εκπλήρωση κάποιας αγαπητής μας επιθυμίας. Σήμερα, για άλλη μια φορά βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα νέο έτος.Τι επιθυμούμε για τους ίδιους, για τους άλλους, για τον καθένα; Ποιο είναι το τέλος όλων μας των ελπίδων; Η απάντηση είναι μονίμως η ίδια αιώνια λέξη: ευτυχία. Ευτυχές το Νέο Έτος! Ευτυχία για το Νέο Έτος! Η ιδιαίτερη ευτυχία που επιθυμούμε είναι φυσικά διαφορετική και προσωπική για τον καθένα, αλλά όλοι μας μετέχουμε στην κοινή πίστη πως αυτό το έτος η ευτυχία θα μάς πλησιάσει, πως μπορούμε να ελπίσουμε σ’ αυτή με προσδοκία.

Πότε όμως είναι κάποιος αληθινά ευτυχισμένος; Μετά από αιώνες εμπειρίας και γνώσης σχετικά με τον άνθρωπο, δεν μπορούμε πλέον να εξισώσουμε την ευτυχία με οποιοδήποτε εξωτερικό γνώρισμα, π.χ. χρήματα, υγεία, επιτυχία κλπ. Γνωρίζουμε πως τίποτε απ’ όλα αυτά δεν ανταποκρίνεται πλήρως σ’ αυτή τη μυστηριώδη και πάντοτε φευγαλέα έννοια της ευτυχίας. Είναι σαφές πως η φυσική άνεση φέρνει ευτυχία, αλλά και άγχος. Η επιτυχία φέρνει ευτυχία, αλλά και φόβο. Είναι εκπληκτικό πως όσο περισσότερη εξωτερική ευτυχία διαθέτουμε, τόσο περισσότερο εύθραυστη γίνεται και πιο ατίθασος ο φόβος πως θα τη χάσουμε και θα μείνουμε με άδεια χέρια. Πιθανώς αυτός είναι και ο λόγος που ευχόμαστε ο ένας στον άλλο «μια νέα ευτυχία» για το Νέο Έτος. Η «παλιά» ευτυχία ποτέ δεν πραγματοποιήθηκε, κάτι πάντοτε έλειπε. Τώρα όμως ατενίζουμε ξανά μπροστά μας με μια ευχή, ένα όνειρο, μια ελπίδα...

Χριστέ και Παναγία! Το ευαγγέλιο πριν από πάρα πολύ καιρό είχε καταγράψει την ιστορία ενός ανθρώπου που πλούτισε, έκτισε καινούριες αποθήκες για να αποθηκεύσει τα αγαθά του, και αποφάσισε πως πλέον είχε όλα τα αναγκαία που εγγυώντο την ευτυχία του! Είχε άνεση και μέσα. Εκείνη όμως τη νύχτα άκουσε: «άφρων, ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου, α δε ητοίμασας τίνι έσται;» (Λουκ. 12, 20). Η σταδιακή συνειδητοποίηση ότι τίποτε δεν μπορεί να κρατηθεί, πως μπροστά μας βρίσκεται ο αναπόφευκτος θάνατος και η φθορά, είναι το δηλητήριο που δηλητηριάζει τη μικρή και περιορισμένη ευτυχία που διαθέτουμε. Αυτός είναι σίγουρα και ο λόγος για τη συνήθεια που έχουμε να κάνουμε τέτοιο σαματά και θόρυβο, φωνάζοντας και γελώντας, καθώς το ρολόι κτυπάει δώδεκα την παραμονή του Νέου Έτους. Φοβούμαστε να μείνουμε μόνοι και σιωπηλοί, καθώς το ρολόι κτυπάει σαν την ανελέητη φωνή της μοίρας: πρώτο κτύπημα, δεύτερο, τρίτο και συνεχίζει, τόσο αδυσώπητα, ομοιόμορφα, τόσο τρομακτικά μέχρι τέλους. Τίποτε δεν μπορεί να το αλλάξει, τίποτε να το σταματήσει.

Έτσι έχουμε δύο πολύ βαθείς και ακατάλυτους άξονες της ανθρώπινης συνείδησης: φόβος και ευτυχία, εφιάλτης και όνειρο. Η καινούρια ευτυχία που ονειρευόμαστε την παραμονή του Νέου Έτους θα μπορέσει τελικά να ηρεμήσει, να σκορπίσει και να κατανικήσει το φόβο; Ονειρευόμαστε μια ευτυχία στην οποία να μην παραμονεύει ο φόβος βαθιά μέσα της, ένας φόβος από τον οποίο προσπαθούμε πάντοτε να προφυλαχθούμε, πίνοντας, ή με το να είμαστε συνεχώς απασχολημένοι, περιβαλλόμενοι από θόρυβο. Η σιγή όμως αυτού του φόβου είναι ισχυρότερη από κάθε άλλο θόρυβο. «Άφρων»! Μάλιστα, το αθάνατο όνειρο της ευτυχίας είναι εκ φύσεως ανόητο σ’ έναν κόσμο μολυσμένο από φόβο και το θάνατο. Ακόμη και στις ανώτερες στιγμές του ανθρώπινου πολιτισμού, οι άνθρωποι το γνωρίζουν καλά. Μπορούμε να νιώσουμε τη θλίψη και τη θλιβερή αλήθεια πίσω από τα λόγια του μεγάλου ποιητή Αλέξανδρου Πούσκιν, που τόσο πολύ αγαπούσε τη ζωή, όταν έγραφε: «Δεν υπάρχει ευτυχία στον κόσμο». Όντως, μια βαθιά θλίψη διαπερνά κάθε γνήσια τέχνη. Μόνο χαμηλά, στον πάτο του ανθρώπινου πολιτισμού, τα πλήθη ξετρελαίνονται με το θόρυβο και τις φωνές, ως εάν ο θόρυβος και τα θορυβώδη πάρτυ θα μπορούσαν να φέρουν την ευτυχία.

«Εν αυτώ ζωή ην, και η ζωή ην το φως των ανθρώπων, και το φως εν τη σκοτία φαίνει, και η σκοτία αυτό ου κατέλαβεν» (Ιωάν. 1,4-5). Αυτό που υπονοεί αυτή η φράση είναι πως το φως δεν μπορεί να καταποθεί από τον φόβο και το άγχος, δεν μπορεί να σκορπισθεί από τη λύπη και την απελπισία. Να μπορούσαν οι άνθρωποι, σ’ αυτή, σ’ αυτή τη μάταιη δίψα για στιγμιαία ευτυχία, να έβρισκαν μέσα τους τη δύναμη να σταματήσουν, να σκεφτούν, να ατενίσουν τα βάθη της ζωής! Να μπορούσαν να ακούσουν τα λόγια, τη φωνή που τους καλεί αιώνια μέσα σ’ αυτά τα βάθη. Ας γνώριζαν μόνο τι είναι αληθινή ευτυχία. «Την χαράν υμών ουδείς αίρει αφ’ υμών» (Ιωάν. 16, 22). Δεν είναι αυτό που ονειρευόμαστε όταν το ρολόι κτυπήσει μεσάνυκτα; Τη χαρά που κανείς δεν μπορεί να αφαιρέσει. Πόσο σπάνια όμως φτάνουμε σε τέτοια βάθη! Πόσο τα φοβόμαστε για κάποιο λόγο και τα παραμερίζουμε: «Όχι σήμερα, αλλά αύριο, ή μεθαύριο, θα στρέψω την προσοχή στα ουσιώδη και αιώνια, μόνο, όχι σήμερα. υπάρχει καιρός».

Ο καιρός όμως στην πραγματικότητα είναι τόσο λίγος. Μόνο στιγμές περνούν πριν το βέλος του χρόνου σφυρίξει πετώντας προς το μοιραίο στόχο. Γιατί καθυστερούμε; Επειδή ακριβώς εδώ, ανάμεσά μας, δίπλα μας, στέκεται Κάποιος: «ιδού έστηκα επί την θύραν και κρούω» (Αποκ. 3, 20). Αν μόνο παραμερίζαμε το φόβο μας και Τον κοιτάζαμε, θα βλέπαμε ένα τέτοιο μια τέτοια χαρά, και μια τέτοια περίσσεια ζωής, που σίγουρα θα καταλαβαίναμε το νόημα αυτής της φευγαλέας και μυστηριώδους λέξης «ευτυχία».
   
Από το βιβλίο:
Εορτολόγιο
Ετήσιος Εκκλησιαστικός Κύκλος
Αλέξανδρος Σμέμαν
Εκδόσεις Ακρίτας

Sunday 28 December 2014

Curing the Poison of Gossip By Saint Theophan the Recluse.

       
    A fool’s mouth is his destruction, and his lips are the snare of his soul [Prov 18:7]
† †
The Poison
 
Evil speech is worse than all poisons. All other wounds may be healed, but the wound of the tongue has no cure. The tongue of the dragon is less evil than that of the whisperer, which in turn comes from a most evil demon: for it provokes quarrelling and bitter strife between brethren,sows evil and discord among the peaceful, scatters many communities. If you permit the whisperer to approach you,he will strip you of every merit you possess.
 
Whosoever becomes involved with him has already become a confederate in his bloodshed, in his murders, and in his slayings! For a whisperer and a murderer spawn the same whelp: if they do not slay you with the sword, they will bring the same disaster on you with the tongue.
 
Because of these things I charge you severely, that you separate yourself from a whisperer as speedily as you can.
 
Let him be a monk, let him be an anchorite, let him be a champion of virtue or but a novice, whoever he is, as long as he is a whisperer, fly from him. Though he should be your own father, or your brother, if he is a whisperer keep far away from him. For it is better to dwell with a lion or with a lioness than with one who is a whisperer. And do not be ashamed to fly from him; so that he shall not infect you with the poison of his sin.
 
So then, my sons, have no part in murmuring. Do your work earnestly and in silence; for he who is devoted to silence is close to God and His angels and dwells in heaven. For the Lord tells us that: 
 
He that keepeth his mouth keepeth his life: but he that openeth wide his lips shall have destruction.(Prov 13:3).
And then in the day of our visitation He shall say to us:
Blessed art thou, O Israel, because you kept watch on your
tongue;who is like unto thee
. (Deut 33:29).
 
May the Lord preserve you in His grace and peace. Amen. 
 
The Cure Set, O Lord, a watch before my mouth, and a door of enclosure round about my lips. The greatest necessity of all is to control and curb our tongue. The mover of the tongue is the heart: what fills the heart is poured out through the tongue. And conversely, when feeling is poured out of the heart by the tongue, it becomes strengthened and firmly rooted in the heart. Therefore the tongue is one of the chief factors in building up our inner disposition.
Good feelings are silent. The feelings which seek expression in words are mostly egotistical, since they seek to express what flatters our self-love and can show us, as we imagine, in the best light. Loquacity mostly comes from a certain vainglory,which makes us think that we know a great deal and imagine our opinion on the subject of conversation to be the most satisfactory of all. So we experience an irresistible urge to speak out and in a stream of words, with many repetitions, to impress the same opinion in the hearts of others, thus foisting ourselves upon them as unbidden teachers and sometimes even dreaming of making pupils of men, who understand the subject much better than the teacher.
 
When you have to speak, before expressing what has entered your heart and letting it pass to your tongue, examine it carefully; and you will find many things that are better not let past your lips. Know moreover that many things, which it seems to you good to express, are much better left buried in the tomb of silence. Sometimes you will yourself realize this,immediately the conversation is over.Silence is a great power in our unseen warfare and a sure hope of gaining victory. 
 
Silence is much beloved of him,who does not rely on himself but trusts in God alone. It is the guardian of holy prayer and a miraculous helper in the practice of virtues; it is also a sign of spiritual wisdom.
 
 St.Isaac says:
 
Guarding your tongue not only makes your mind rise to God, but also gives great hidden power to perform visible actions, done by the body. If silence is practiced with knowledge,it also brings enlightenment in hidden doing. In another place he praises it thus:
 
If you pile up on one side of the scales all the works demanded by ascetic life, and on the other side—silence,you will find that the latter outweighs the former. Many good counsels have been given us, but if a man embraces silence, to follow them will become superfluous. In yet another place he calls silence the mystery of the life to come; whereas words are the instruments of this world.
 
It can be said in general that:One that keepeth silence is found wise: and another by much babbling becometh hateful.
(Sir 20:5).
 
I shall indicate to you the most direct and simple method to acquire the habit of silence: undertake this practice, and the practice itself will teach you how to do it, and help you.To keep up your zeal in this work, reflect as often as you can on the pernicious results of indiscriminate babbling and on the salutary results of wise silence. When you come to taste the good fruit of silence, you will no longer need lessons about it.
 
 
Source- Orthodox Heritage

Saturday 27 December 2014

Τό μυστήριο τῆς ἀγάπης. Μακαριστός γέρων Ἀρσένιος Παπατσιώκ


Ο κόσμος αυτός δεν είναι ένοχος. Εμείς είμεθα ένοχοι, διότι δεν ξέρουμε να τον αγαπάμε και να τον εκτιμήσουμε! Τί κάναμε εμείς γι’ αυτό τον κόσμο, εάν γίνεται λόγος να εισέλθουμε λεπτομερώς στον δρόμο της σωτηρίας μας; Τί κάναμε εμείς γι’ αυτό τον κόσμο; Αυτό είναι το ζητούμενο!
Ένα ίδρυμα, όπως και ένα έθνος, ζουν μέσω αυτών τών ανθρώπων πού προέρχονται απ’ αυτά, διότι μένουν επάνω στον σταυρό του καθήκοντος, χωρίς να υποχωρούν ή να κλονίζεται ή αγάπη τους. Μια μεγάλη αγάπη για τον Θεό απαιτεί μια παντοτινή θυσία. Δεν μπορούμε ποτέ να ζήσουμε, χωρίς προβλήματα και χωρίς βέλη κατευθυνόμενα εναντίον μας! Δεν ακούτε τί μάς λέγει η Χριστιανική διδασκαλία; «Ουκ ήλθον βαλείν ειρήνην επί της γης, αλλά μάχαιραν... και εχθροί του άνθρωπον οι οικιακοί αυτού...» (Ματθ. 10, 36). Αλλά όλα αυτά δεν πρέπει να απελπίζουν με κανένα τρόπο τον άνθρωπο. Ακόμη κι όταν ο άνθρωπος προσβάλλεται συχνά απ’ αυτές τις δυστυχίες, αυτό δεν σημαίνει ότι θα απελπισθή στον αγώνα του. Όχι! Ο Θεός γνωρίζει την στενοχώρια σου και μ` αυτές τις συμφορές σέ δοκιμάζει, για να σέ καταστήσει άξιο να στεφανωθείς με την πλούσια και αιώνια Χάρι Του. Αυτό ποθεί ο Θεός να κάνη στην ζωή σου. Να σε στεφανώσει με τά αμάραντα άνθη του παραδείσου απ’ αυτή την ζωή.
Δεν μπορούμε να φαντασθούμε ένα άνθρωπο πού θέλει να σωθεί, αλλ’ όμως χωρίς αρετές. Από πού προέρχονται αυτές οι αρετές; Προέρχονται από την μάχη των δοκιμασιών, διότι χωρίς μάχη δεν μπορεί να υπάρχει θυσία! Ο Σταυρός έσωσε το ανθρώπινο γένος. Όχι η δικαιοσύνη του Θεού, ούτε τα θαύματά Του, αλλά ο Σταυρός! Όταν ο Ιησούς σταυρώθηκε, τότε νίκησε τον διάβολο. Ο Σωτήρ θριάμβευσε επί του Σταυρού, ενώ ο διάβολος νικήθηκε κατά κράτος. Επομένως ουδείς χριστιανός είναι απαλλαγμένος, για οποιοδήποτε λόγο, από τον σταυρό του, διότι η δοκιμασία, αγαπητοί μου, είναι δώρο του Θεού. Δεν είναι οπωσδήποτε μία παίδευσης του Θεού. Αλλά κι αν ακόμη είναι μία παίδευσης καθ’ εαυτή, η σημασία της έγκειται στην δυνατότητα επιστροφής του ανθρώπου προς το καλλίτερο.
Διαπιστώνει ο καθένας μας ότι δεν έρχεται πολύς κόσμος στην εκκλησία. Αλλά ο εκκλησιασμός δεν πρέπει να είναι κάποιο καταναγκαστικό έργο, ούτε να αποτελεί μια ευκαιρία, όπως οι άλλες απασχολήσεις της ζωής μας. Τέτοιος εκκλησιασμός, αντί να ενισχύει, αποδυναμώνει την πίστη και τον ψυχικό δυναμισμό του ανθρώπου και του προκαλεί σύγχυση. Εξ αιτίας πολλών παραπτωμάτων, φθάνει πολλές φορές σέ σημείο ο άνθρωπος να λέγει στον εαυτό του: «Τί; Μόνο εγώ να πηγαίνω στην Εκκλησία; Βλέπω ότι όλοι σχεδόν δεν πηγαίνουν...». Επομένως, το καλλίτερο είναι να προσευχώμεθα για την επίλυση αυτών τών προβλημάτων απ’ αυτούς τούς ανθρώπους. Κι ακόμη, παρακαλώ αγαπητοί μου, να γίνεται αυτή η προσευχή με μια αληθινή και ειλικρινή αγάπη. Όχι με μια υποκριτική και τυπική αγάπη πού υπάρχει σήμερα σέ πολλούς ανθρώπους. Πρέπει να αισθάνεσαι την ανάγκη ν’ αγαπάς.
Κανείς δεν έρχεται δίπλα σου, χωρίς κάποιο συγκεκριμένο λόγο. Σέ πλησιάζει με την πρόνοια και αγάπη του Θεού, διότι πιστεύει ότι κοντά σου θα βρει κάποια βοήθεια ή εσύ έχεις κάτι να ωφεληθείς απ’ αυτόν. ’Ίσως σέ ωφελήσει, διότι μπορεί να έχει κάποια μεγαλύτερη από σένα πνευματική δύναμη. ’Ή, μπορείς εσύ να τον βοηθήσεις, με την έννοια ότι τον υπομένεις και δέχεσαι να συζητήσης μαζί του. Είναι μεγάλο το σφάλμα μας, όταν παροργίζουμε ή διώχνουμε πότε τον ένα και πότε τον άλλο αδελφό μας! Ο Θεός τον υπομένει και αυτόν και τον έφερε στο δρόμο σου να τον υπομείνεις κι εσύ.

 Έτσι θα λάβεις απ’ αυτόν το στεφάνωμα της αγάπης!

Εάν κάνουμε κάποια καλά έργα, δεν είναι σωστό να τά κάνουμε από υποχρέωση, διότι γινόμεθα σκληροί. Να τά κάνουμε εν ονόματι της αγάπης του Χριστού με τον οποιοδήποτε τρόπο και όσο μπορούμε. Διότι ο Θεός μάς ανέχεται ακόμη σ’ αυτή την ζωή, όχι διότι είμεθα άξιοι, αλλά διότι αυτός είναι πολυέλεος και δι’ Αυτού το έλεός Του έρχεται στην ζωή μας.
Εάν, επί παραδείγματι κάποιος εχθρεύεται τον συνάνθρωπό του και τον κατακρίνει αδίκως για την συμπεριφορά του, τότε γίνεται ενοχλητικός και στους άλλους ανθρώπους. Αλλά αν σταθεί σέ συνομιλία με τον Θεό, Εκείνος θα του ειπεί μυστικά στην καρδιά του: «Αγαπητέ μου, Εγώ τον αγαπώ αυτόν τον άνθρωπο, έτσι όπως είναι. Έλα με το μέρος μου και αγάπησε τον και εσύ. Γι αυτό και τον κρατάω στην ζωή. Ακολούθησε την δική Μου αγάπη και μή τον μισής εγώ είμαι Θεός και κρατώ κι εσένα σ’ αυτή τη ζωή. Πόσα σφάλματα κάνεις καθημερινά κι όμως Εγώ τά παραβλέπω»;
Αυτός ο εσωτερικός διάλογος, πού γίνεται με ταπείνωση, παρέχει πνευματική ασφάλεια στον αγωνιζόμενο χριστιανό. Ανατέλλει μέσα του με πολλούς τρόπους η αγάπη, χωρίς την όποια δεν μπορεί να γίνει τίποτε, ακόμη και βουνά αν μπορούσε, να μετακινούσε. Ακόμη κι αν έδινε το  σώμα του να καεί και να ξεσχισθεί από τά θηρία για τον Χριστό.
Ελεημοσύνη δεν είναι μόνο να δίνης από το σακουλάκι σου. Ελεημοσύνη είναι να δέχεσαι τον άνθρωπο να καθίσει δίπλα σου, χωρίς να τον απομακρύνεις με τον λογισμό σου. Έχεις κάποιο συνάδελφο, ο οποιος διέρχεται μια συμφορά στην ζωή του. Πρέπει να ξέρης πώς να τον παρηγόρησης, πώς να καταπραΰνεις το πρόσωπό του. Για τούς πτωχούς μπορείς να κάνης μια σύντομη προσευχή: «Κύριε ελέησε τον τάδε», εάν δεν μπορείς κάτι να τού δώσεις, διότι είσαι μέσα στο λεωφορείο κι εκείνος στο πεζοδρόμιο. Το ερώτημα είναι σέ ποιά κατάσταση ευρίσκεται η καρδιά μας όσον αφορά τον πόνο πού επικρατεί γύρω μας; Το μεγαλύτερο έργο για το όποιο θα απολογηθούμε στην Μέλλουσα Κρίσι, θα είναι αυτό: «Γιατί δεν έδωσα περισσότερη προσοχή στους συνανθρώπους μου»;
Υπάρχει εντολή στην χριστιανική διδασκαλία: Να σέβεται ο άνθρωπος όλη την δημιουργία και ακόμη περισσότερο την ανθρώπινη ύπαρξη, η οποία είναι κατ’ εικόνα Θεού και ομοίωση. Και η διεστραμμένη φύσις, είναι γεγονός, ότι σέ προτρέπει να ασχολείσαι μόνο με τά δικά σου ζητήματα και πολύ δύσκολα να ενδιαφερθείς για τον άλλο. Και η εντολή τού Θεού είναι ακριβώς αυτή: Να θυσιάζεσαι για τον άλλον. Εγώ σάς είπα κάποτε εάν δεν το είπα το λέγω τώρα: Ευρισκόμουν σέ μία κατάσταση, πού μου φαινόταν σαν όνειρο, αλλά μου ήτο τόσο δυνατή σαν να ήτο αληθινή, έτσι ... είχα πεθάνει και κοιτούσα, όπως λέγεται, το νεκρό σώμα μου διότι ή ψυχή ποτέ δεν πεθαίνει. Κοιτούσα τον εαυτό μου στο φέρετρο και όταν το φέρετρο έφθασε και μπήκε στον τάφο, είπα: «Τί ωραία πού είναι να αφήσεις κάτι από τον εαυτό σου έξω από τον τάφο! Αυτό θα σέ βοηθήσει να ζήσης για πάντα». Η  ελεημοσύνη είναι κάτι δικό σου και ο Αλέξανδρος Βλαχοούτσα (ρουμάνος συγγραφεύς) έλεγε ότι «όλη η ' Αγία Γραφή είναι έλεος».
Με το να ελεήσης τον ένα ή τον άλλο, αυτό φανερώνει ότι στα πρόσωπά τους συναντάς τον Χριστό . Ακόμη, δεν γνωρίζεις, αν αυτόν πού βοηθάς ίσως να είναι ο ίδιος ο Χριστός με τον ένδυμα εκείνου του πτωχού! Αυτός δεν απλώνει το χέρι να του δώσεις, αλλά απλώνει ο χέρι Του να σου δώσει την Βασιλεία τών ουρανών και εσύ δεν το αντιλαμβάνεσαι. Και οι άνθρωποι συνήθως ζητούν ένα μικρό νόμισμα.
Αδελφοί μου, κρατήστε μέσα στο μυαλό σας ότι οι ζητιάνοι είναι βιβλικά πρόσωπα.
Περνάτε δίπλα από την θύρα της σωτηρίας σας και είναι τόσο εύκολο να χτυπήσετε και να μπείτε μέσα... Το φοβερότερο είναι ότι περιφρόνησες τον ζητιάνο. Οι ζητιάνοι ουδέποτε θα εξαφανιστούν, για να σου υπενθυμίζουν το καθήκον σου Αλλά και στην Βασιλεία του Θεού, μέσω αυτών θα περάσεις! Μαζεύονται καθ' ομάδες στην άκρη του δρόμου και  μοιράζουν, όσα χρήματα ή πράγματα συγκέντρωσαν λέγουν: «Αυτό μου το έδωσε ο τάδε... Μνήσθητι αυτού Κύριε, εν τη βασιλεία Σου...». Κι αυτό έχει άξια. Ο Σωτήρ μας για να μάς ενθαρρύνει μάς είπε: Θα λάβεις εκατονταπλάσια.
Θέλεις να πλουτίσεις; Δώσε κάθε τι πού έχεις! Θα λάβεις εκατονταπλασίονα. Αυτό δεν το λέγω έχοντας παράδειγμα τον εαυτό μου, αλλά αν γνωρίσεις τον βίο του άγιου Ιωάννου του Ελεήμονος, θα συγκλονιστείς!
  Ο άγιος Ιωάννης, όταν πήγε στην Αρχιεπισκοπή πού εξελέγη ποιμήν, ρώτησε: «Τί χρήματα σέ χρυσό έχει η Αρχιεπισκοπή;» και του απήντησαν, ότι έχει τόσα λίτρα χρυσού. «Να τά δώσετε στους πτωχούς» τούς είχε. Όταν άκουσαν τον λόγο του οι οικονόμοι ανησύχησαν και του είπαν ότι θα περιπέσουν σέ έσχατη πτώχεια. Και ο Θεός έστειλε εκατονταπλασίονα εν συγκρίσει μ’ αυτά πού έδωσαν. Και όσο έδινε ό Άγιος, τόσο περισσότερα ήρχοντο. Οι οικονόμοι γόγγυζαν πάντοτε. Βλέπεις, ότι ο άνθρωπος δεν παρατηρεί, όταν λαμβάνει, αλλά όταν δίνη. Αλλά ήρχοντο τα αγαθά σέ τακτικά διαστήματα εκατονταπλασίονα.
Είναι λόγια της' Αγίας Γραφής! Εγώ δεν έχω το δικαίωμα να αντιτίθεμαι σ’ αυτά τά λόγια. Με την αυθεντία των θείων αυτών λόγων της Γραφής, συνηθίζουμε να τά εφαρμόζουμε στη ζωή μας χωρίς δυσπιστία. Τά Μυστήρια της Εκκλησίας θεμελιώθηκαν επάνω στα λόγια της Αγίας Γραφής. «Αυτόν πού θα λύσετε εσείς, θα τον λύσω και Εγώ». Με τά λόγια αυτά θεμελιώθηκε το μυστήριο της Ιεράς Εξομολογήσεως.
Ηλθε μια κυρία στην Αρχιεπισκοπή να δώσει μια δωρεά. Ο άγιος Ιωάννης την ρώτησε: Τί επιθυμείτε να δώσετε κυρία: Του απήντησε «τόσα». Ο άγιος Ιωάννης περίμενε να λάβει εκατό φορές περισσότερα και, παρότι του έδωσε εκείνη η κυρία αρκετά, όμως δεν ήταν εκατονταπλάσια, και πάλι την ρώτησε: «Τόσα ήθελες αλήθεια, να μου δώσεις»; Τού απάντησε εκείνη: «Όχι, δεν ήθελα να δώσω τόσα, αλλά ένα αόρατο χέρι έσβησε και έγραψε το ποσό που σου δίνω τώρα».
Τί είχε συμβεί; Οι οικονόμοι δεν έδιναν στους πτωχούς, όσα τους είχε ειπή ό Άγιος. Έδιναν λιγότερα. Κι αυτά αντιστοιχούσαν με όσα τούς έφερε εκείνη ή γυναίκα. Ό άγιος Ιωάννης τούς επέπληξε: «Βλέπετε ποιός πτωχεύει την Αρχιεπισκοπή!»
Επομένως, ας προσπαθούμε να ζούμε όχι μόνοι μας, αλλά μέσα σέ όλους πού είναι μαζί μας.
Υπάρχει η πιο ωραία εντολή του Χριστού στο Ευαγγέλιο πού τόσο επίμονα μάς την υπαγορεύει: «Αγαπάτε αλλήλους». Βλέπετε, ότι με κάθε τρόπο πρέπει να ελέγχουμε τον εαυτό μας, εάν έχουμε το αίσθημα αυτό της αγάπης προς όλους τούς ανθρώπους.
Η πρακτική είναι πιο δύσκολη. Δεν μπορείς να τούς αγαπάς όλους με την ίδια πάντα αγάπη. Καλά, αυτό είναι κατανοητό. ’Αλλά, τουλάχιστον με κανένα τρόπο να μή μισής τούς άλλους. ’Εάν δεν τούς μισής, τότε δεν είσαι μέσα στο νερό, αλλά ανέβηκες στο πρώτο σκαλοπάτι. Ευρίσκεσαι σέ ξηρό μέρος. Και βέβαια τά σκαλιά αυτά φθάνουν μέχρι το τελευταίο πού είναι το σκαλοπάτι της ύψιστης αγάπης. Είσαι ελεύθερος και έχεις την δυνατότητα να ανέβης εάν δεν μισής. Αυτό είναι λοιπόν μια καλή αρχή. Τί είναι μία σκάλα; Δύο επιμήκη χονδρόξυλα πού ενώνονται μεταξύ τους με άλλα μικρότερα. Δηλαδή, εάν πατήσεις στο πρώτο ξύλο, -το πρώτο σκαλί- είσαι σεσωσμένος.
 Υπάρχει κάτι ιερό μέσα μας. Ο Θεός μάς το έδωσε, διότι μάς δημιούργησε με την εντολή και την δυνατότητα να αγαπάμε ο ένας τον άλλον. Και κάποια φωνή μάς λέγει μέσα μας: «Γιατί να στέκεσαι μόνο στο πρώτο σκαλοπάτι της αγάπης; Ανέβα πιο πάνω, στο επόμενο. Και τότε πλημμυρίζεις από μία αγάπη, την όποια μέχρι τότε δεν γνώριζες. Αυτή σέ αναπαύει και σέ συμβουλεύει να ανέβης και στο επόμενο σκαλί. Έτσι σιγά-σιγά μπορεί να φθάσει ο άνθρωπος μέχρι το τελευταίο σκαλί της θείας αγάπης, η οποία είναι σύνδεσμος τελειότητας».
Ο Σωτήρ δεν μάς λέγει ότι τα σκαλιά της κλίμακος είναι τριάντα, διότι αυτή την διδασκαλία μάς την λέγει ο άγιος Ιωάννης ο λεγόμενος της Κλίμακος. Μάς λέγει μόνο: «Αγαπάτε αλλήλους». Μάς παραγγέλλει κατά τρόπο τέλειο και αποφασιστικό. Αλλά εμείς σήμερα έχοντας τόσες δικές μας αδυναμίες και προστριβές με ανθρώπους, ενίοτε χαμηλής χριστιανικής παιδείας, μεταξύ δύο κακών, επιλέγουμε το μικρότερο.
Δηλαδή αφού δεν μπορώ να αγαπήσω τον πλησίον μου, διότι είμαι είτε εγώ εμπαθής, είτε εκείνος, τουλάχιστον να μην τον μισήσω οπότε στέκομαι στο πρώτο σκαλί και όχι μέσα στο τέλμα της απελπισίας και απώλειας μου. Και αν κρατιέσαι με τά χέρια σου από το παραπάνω σκαλοπάτι, αυτό σημαίνει ότι είναι δυνατόν να ανέβης σ’ αυτό, διότι το κρατείς με το χέρι σου. Είναι εντολή θεϊκή. Δεν χρειάζεται άλλο πλέον να το σχολιάσουμε κι ας μένουμε τουλάχιστον στην σχέση με τον πλησίον μας λέγοντάς του το «Καλημέρα» και να μην μισούμε κανέναν.
Μάταια κοπιάζουμε να εκτελούμε άλλες χριστιανικές αρετές, εάν δεν έχουμε αδελφικές σχέσεις με τον αδελφό μας. Αδελφοί μου, να γνωρίζετε ότι πρέπει ή καρδιά μας να είναι πάντοτε ελεύθερη προς τον Χριστό. Διότι κι ένας ακόμη μικρός εχθρός, πού τόλμησε να σκαρφαλώσει σέ κάποια περιοχή της καρδιάς μας είναι ικανός να απομακρύνει τον Χριστό από την καρδιά μας, πού είναι η μόνιμη κατοικία Του.
Δηλαδή, δεν θέλει ό Χριστός να κατοικεί μέσα μας ούτε και ο πιο μικρός νοητός εχθρός μας. Δεν υπάρχει σχέσης και κοινωνία μεταξύ τού καλού και τού κακού. Ό Σωτήρ μάς λέγει: «Να μου δώσης όλη την ζωή σου, όλη την ύπαρξη σου!» και ο διάβολος μας λέγει: «Εμένα να μου δώσεις μόνο το δάκτυλό σου». Και μ’ αύτη την παραχώρηση πού κάνουμε στον διάβολο, μάς κυριεύει τελείους. Ιδού, ευρίσκεται δίπλα σου. Δεν είναι πλέον ο Χριστός κοντά σου, εάν εσύ του έδωσες έστω και το νύχι τού δακτύλου σου!
Γι’ αυτό ούτε να συζητής με τον διάβολο. Είναι μεγάλο σφάλμα όταν λέγουν μερικοί: «Τσακώθηκα με τον διάβολο!» Αλλά αρέσει πολύ αυτός ο διάλογος του διαβόλου με τον άνθρωπο. Να προσεύχεσαι, λοιπόν. Αυτός φεύγει μόνο με την προσευχή σου. Εάν αισθάνεσαι ότι σέ βασανίζει σωματικά με κάποιο τρόπο ή κάπως σέ ενοχλεί, προσευχήσου στον Χριστό: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησον με τον αμαρτωλόν». Αύτη την προσευχή να την έχεις πάντοτε στο στόμα και τον νου σου. Όχι όμως αγωνία και ταραχή, αλλά με πραότητα και αυτοσυγκράτηση. Διότι σας επαναλαμβάνω και τώρα, ότι οποιεσδήποτε και να είναι οι αιτίες μιας δοκιμασίας ή μιας στενοχώριας, προέρχονται από τον διάβολο. Η χάρις του Θεού δεν έρχεται εκεί όπου υπάρχει στενοχώρια, θλίψις και απελπισία, διότι ένας τέτοιος θεϊκός πλούτος δεν μένει σέ άνθρωπο πού δεν γνωρίζει να τον αποθηκεύει μέσα του και τον διασκορπίζει έξω.
Κι αύτη η χάρις δεν έρχεται να κυριαρχήσει επάνω του, αλλά έρχεται όπου υπάρχει πνευματική ησυχία και όταν η ύπαρξής του μεταμορφώνει αύτη την χάρι του Θεού με προσωπικές της πρωτοβουλίες μέχρις ότου φθάσει στο μέτρο του τελείου ανθρώπου και γίνει ο ίδιος θεός κατά χάριν. Αλλά το βάθος μιας χαριτωμένης καταστάσεως στην πνευματική ζωή δεν φαίνεται, αλλά βιούται. Αισθάνεσαι πότε ενοχλείσαι από την υπερηφάνεια. Η ταπείνωσης όμως δεν γίνεται τόσο αισθητή. Ό άνθρωπος ποτέ δεν λέγει: «Είμαι ταπεινός». Παρ’ όλα αυτά όμως αισθάνεται μια εσωτερική χαρά, διότι έχει ένα αίσθημα θερμής αγάπης για τον άνθρωπο και τον κόσμο.
Εάν έχεις ορθολογική σχέση με τον κόσμο, λέγοντας ότι, είμαι ελεύθερος να μη δεχθώ την επίσκεψι του αδελφού μου αυτό δεν σέ καταξιώνει πνευματικά. Είναι ένα μικρό κέρδος, χωρίς κάποιο αληθινό περιεχόμενο. Πρέπει να τον αγαπώσης αληθινά με όλη την καρδιά σου. . Στρατηγικά σάς δίνω μία συμβουλή: Δεν μπορείς ν’ αγαπώσης τον εχθρό σου από την πρώτη στιγμή Όμως μείνε στο σκαλί τουλάχιστον να μην τον μισής. Και εάν σέ εύρη ο θάνατος, χωρίς το μίσος κατά του αδελφού σου, τότε γνώριζε ότι πεθαίνεις ως φίλος του εχθρού σου και η χάρις του Θεού θα σέ συνοδεύει. Να γνωρίζετε ότι το μίσος κατά του αδελφού μας είναι διαβολικό. Έρχεται συχνά ο λογισμός και σου λέγει: «Αχ τί θα του έκανα!» Αγαπητέ, τις δέκα εντολές δεν πρέπει να τις μάθουμε, όπως κάποτε στο σχολείο. Πρέπει με κάθε τρόπο να εφαρμόσουμε αυτές τις εντολές.
Πηγαίνοντας στον Πνευματικό να του λέγεις ότι δεν ξεπλήρωσες την τάδε εντολή, ότι σου συνέβη το τάδε περιστατικό, ή η τάδε κατάστασης πραγμάτων σέ εμπόδισε. Θα το εξήγησης γιατί δεν μπόρεσες, οπότε θα έχεις τά ελαφρυντικά, αλλά με κανένα τρόπο να μή πιστεύσης ότι είσαι απαλλαγμένος τελείως, διότι προέκυψε κάποιο περιστατικό και εσύ δεν εφήρμοσες την εντολή. Εργάστηκες την Κυριακή.
Αλλά η εντολή της Εκκλησίας είναι να μην εργάζεσαι. "Όμως κάποιο γεγονός σέ ανάγκασε να έργασθής. Δεν θα πρέπει να σέ επιπλήξω,  αλλά είναι ανάγκη να το εξομολογηθείς αυτό και ίσως ο Πνευματικός να μή σέ κανονίσει. Δύο άτομα αποφάσισαν να επισκεφτούν τά Ιεροσόλυμα. Πήγαιναν με τά πόδια, με δύσκολες συνθήκες, διότι δεν υπήρχαν τότε μέσα μεταφοράς. Βαδίζοντας για τά Ιεροσόλυμα, μπήκαν να φιλοξενηθούν κάπου όπου εύρηκαν  πολλούς εκεί αρρώστους.
Προσπάθησαν και οι δύο και τούς βοήθησαν, όσο μπορούσαν. Αλλά ένας απ αυτούς είπε:
Εγώ δεν πηγαίνω στα Ιεροσόλυμα, διότι δεν μπορώ να εγκαταλείψω τούς ασθενείς.
Γιατί, αγαπητέ μου, αφού έτσι αποφασίσαμε.
Και αναχώρησε ο άλλος μόνος του και έφθασε στα Ιεροσόλυμα. Εκεί υπήρχε πολύ κόσμος και συνωστισμός, λόγω της Αναστάσεως του Χριστού.
Μπαίνοντας ο προσκυνητής στην εκκλησία με μεγάλη δυσκολία από την κυρία είσοδο, αντίκρισε στο 'Ιερό Βήμα τον συνοδοιπόρο του πού είχε μείνει πίσω για να περιποιηθεί τούς ασθενείς. Ανάμεσα στις δύο καλές πράξεις -το προσκύνημα και τούς αρρώστους- διάλεξε την μεγαλύτερη. Αυτός πού φρόντισε τούς ασθενείς επιθύμησε να φθάσει στην κορυφαία βαθμίδα της Άγιας Γραφής, πού είναι η αγάπη. Η εντολή της αγάπης είναι ύψιστη εντολή, γι’ αυτό και επιμένει πολύ σ’ αυτήν ο Σωτήρ μας. Όποτε προέρχεται δικαιολογημένα η εξής ερώτηση, την όποια πρέπει να θέσουμε όλοι μας, ό καθένας στον εαυτό του: «Αγαπώ ή δεν αγαπώ»; Είναι εντολή του Χριστού, αγαπητέ μου!
 Και μή νομίζετε ότι ο Χριστός μίλησε μόνο για εκείνο τον αιώνα, στην εποχή δηλαδή τών Αποστόλων. ’Όχι. Μίλησε για όλους τούς αιώνες και τις εποχές. Και εμείς έχουμε το πολύτιμο προνόμιο να είμεθα χριστιανοί. Δεν ακολουθούμε όπως άλλοι άνθρωποι, πού ζουν μακράν του Χριστού, τον Βούδα, ή άλλες ειδωλολατρικές θεότητες.
 Ακολουθούμε, με την άπειρη ευσπλαχνία του Θεού, τον Ιησού Χριστό μας.
Βάλετε καλά στο μυαλό σας ότι η αγάπη είναι κριτήριο της μελλούσης Κρίσεως. Το Ευαγγέλιο πού διαβάζουμε την Κυριακή της Μελλούσης Κρίσεως αυτό είναι: «Επείνασα γάρ και έδώκατέ μοι φαγείν, έδίψησα και έποτίσατέ με, ξένος ή μην και συνηγάγετέ με... ήσθένησα και έπεσκέψασθέ με...» (Ματθ. 25, 35-36). Δεν ομιλεί για άλλες υποθέσεις ή δεν ξέρω τί άλλο. Ομιλεί μόνο για την αγάπη.
Γιατί μισείς τον αδελφό σου; Αποδεικνύεις με τη στάσι σου ότι δεν τον αγαπάς, ότι δεν τον σέβεσαι σαν μία ανθρώπινη ύπαρξη. Από την στιγμή πού τον μισείς, δεν τον αναγνωρίζεις, ώς ανθρώπινο πρόσωπο. Κι αυτό αρκεί να μας καταδικάσει.
Κακολογείς με τόση ευκολία και με τον ενδόμυχο λόγο σου. Και αν ακόμη ρωτηθείς απαντάς: «Και τί μόνο εγώ κακολογώ; Στο κάτω-κάτω του αξίζει». Σάς λέγω όμως ότι αυτό είναι μια μεγάλη αμαρτία. Όχι πλέον δεν τον αγαπάς, αλλά και τον εχθρεύεσαι, τον μισείς. Τότε διαπράττεις έγκλημα και όχι αγάπη.
Όταν προσευχώμεθα για κάποιον ο οποίος δεν γνωρίζει ότι εμείς προσευχώμεθα στον Θεό γι αυτόν, τότε ο Θεός χάριν της άγαπητικής προσευχής σου πού κάνεις γι’ αυτόν τον βοηθεί. Εσύ μ’ αυτόν τον τρόπο έκπληρώνεις την εντολή της αγάπης και γίνεσαι σωτήρας κάποτε, κάπου, για κάποιον. Εσύ να συνεχίζεις να τον μνημονεύεις και ο Θεός θα τον βοηθήσει, διότι ακούει την προσευχή σου.
Εάν μνημονεύεις κάποιον, ζεις μαζί με όλο τον κόσμο και ιδιαίτερα με τούς αδελφούς σου εν τη ιδία πίστη του Χριστού. Και είναι υποχρεωμένοι προς αυτούς πού προ-σεύχονται για την σωτηρία τους, κατά ένα άγνωστο σ’ εμάς τρόπο πού τον ξέρει μόνο ο Θεός.
Εκτός από την προσευχή, κράτησε και καλές σχέσεις με τον άνθρωπο. «Πέταξέ του» ένα χαμόγελο, για να ίδή ότι δεν είσαι εχθρός του. ’Όχι μυκτηρισμό. Αν εκείνος σέ προκαλεί. Εσύ χαμογέλασε του ειρηνικά.
 Αγαπητέ μου’ εγώ ανέφερα μία αλήθεια. Εσύ όμως να μην ευρίσκεσαι έξω από αυτή την αλήθεια. Εάν σέ έβλαψε ή σέ στενοχώρησε αυτή η άποψής μου, για την αλήθεια της αγάπης, δεν φταίω εγώ. Το φταίξιμο είναι δικό σου, διότι δεν είσαι με την αλήθεια.
Δεν μπορούμε να διαμορφώνουμε νόμους δικούς μας για την αγάπη. Η εντολή: «Να αγαπάς» είναι για όλους. Τί να κάνουμε διότι ή απάντησης είναι αυτή: Υπάρχει και παράδεισος και κόλασης. Δόθηκε η δυνατότητα στον καθένα να μή πάει στην κόλαση και παρ’ όλα αυτά εκείνος επήγε στην κόλαση. Τί να κάνουμε; Εμείς κάνουμε το χρέος μας να αγαπάμε, διότι κι αυτούς πού είναι στην κόλαση τούς αγαπά ο Θεός. ’Αλλά η αγάπη του Θεού τώρα τούς μαστιγώνει στην κόλαση. Εκεί τούς κρατεί η δικαιοσύνη τού Θεού.Η κόλασης είναι μεγάλος πόνος για τον Θεό της αγάπης. Αυτοί αντιλαμβάνονται ότι τούς αγαπά ο Θεός και αυτό ακριβώς τούς βασανίζει. Και λένε οι κολασμένοι- «Κοίτα, και τώρα ακόμη μάς αγαπά σκέψου πόσο θα μάς αγαπούσε αν τον ακολουθούσαμε». Και τί δεν έκανε ο Χριστός για να σώση τούς ανθρώπους από την κόλαση;!
Πρόσεχε, αγαπητέ μου! Κάναμε ένα διάλογο, όσον αφορά την σωτηρία. Γιατί βαδίζεις στο οποιοδήποτε μονοπάτι και δεν άκολουθείς την πεπατημένη οδό πού οδηγεί στην άνω 'Ιερουσαλήμ; Σ’ αυτό τον δρόμο τραυματίζεσαι από μερικές αιχμηρές πέτρες, αλλά μην εγκαταλείπεις την πορεία σου εξαιτίας τών ματωμένων πληγών σου. Να τις επιδένεις, αλλά μην παρεκκλίνεις απ’ αυτό τον δρόμο, διότι η Χάρις του Θεού δεν έρχεται από όλους τούς δρόμους.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΨΥΧΩΦΕΛΕΙΣ ΔΙΑΛΟΓΟΙ ΜΕ ΤΟΝ ΡΟΥΜΑΝΟ ΓΕΡΟΝΤΑ ΑΡΣΕΝΙΟ.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ.

Thursday 25 December 2014

A CHRISTMAS GIFT FOR THE CHRIST-CHILD


One of the church hymns that is sung for the feast of the Nativity of Christ contains the following moving words: “What will we give Thee, O Christ, for having appeared on earth as a man for our sake? Each of Thy creations gives Thee thanks: the angels offer their singing; the heavens give the star; the Magi bring gifts; the shepherds bear witness to the miracle; the earth provides the cave; the desert extends the manger. And we – we give Thee the Virgin Mother.”

In that very year, almost 2,000 years ago, when the Lord Jesus Christ was actually born on earth, mankind gave Him the very best and most precious gift it had – the Pure Virgin Mary, the only One Who could become the Mother of God and Who could help Him achieve His incarnation. Since that time, however, within the Church the Lord continues to be born for us every year, and every year He comes down to earth for our salvation. And thus every year, in gratitude, we must offer Him some gift.

What kind of gift, dear brethren, are we able to give each year to the newborn Babe, our Saviour? The Lord Himself provides the answer in the words of the prophet, by saying: “Give me your heart, my son.” And King David entreats the Lord in one of his psalms: “Create in me a pure heart, O God.”


So how are we to obtain this gift for the Lord – a pure heart? A pure heart is acquired by ascending a small kind of ladder. The first step of this ladder is regular church attendance. In church we cleanse our hearts of the wicked influence of the outside world and fill them with the goodness of the word of God.
The second step is the observance of Christmas Lent. But this observance should not be solely in terms of food. The main thing is to keep spiritual lent in terms of the heart, i.e. restrain ourselves from anger, resentment, quarrels, irritation and other passions – from everything that darkens our souls. Through spiritual lent we proceed even further to purify and enlighten our hearts.
The third step is the sacrament of penitence. As we come to confession and repent of our sins before God, we discard this heavy and unnecessary burden, and immediately lighten our hearts.
And then the last and highest step towards acquiring a pure heart is to partake of the Royal Mysteries. In the sacrament of communion we draw into ourselves the Lord God Himself, the Sacred Fire that consumes all of our inner uncleanliness and gives that purity of heart, toward which we are striving. Therefore, it is extremely important in this period of Christmas Lent to come to church and take communion.

In society we have the custom, whenever we go to someone’s birthday party, especially a child’s, to bring nice and valuable gifts. Right now, dear brethren, we are getting ready to participate in the birthday party of the Heavenly Child, the Lord God Himself, the One Who created us to enjoy heavenly bliss, and because of Whom we are able to celebrate our own birthdays. Let us prepare for Him and bring to Him, in the sacred night of His Nativity, the best and most precious gift that we can give – our pure hearts. Amen.

Father Rostislav Sheniloff

Saturday 20 December 2014

The life of Saint John Kronstadt(Dec 20)



On October 19, 1829, in the far north of Russia, a weak and sickly child, named John (Ioann), was born in the family of Ilia Sergiyev, church reader in the village of Sura in the Archangelsk province. This child was the future luminary of Christ’s Church.

From his earliest years Vanya went with his father to their poor and humble church, served in the altar, loved the service books, became very pious. His favorite book was the Holy Gospel. All of this became a firm religious foundation for the boy in his later long and glorious life in Christ.

Learning came very hard to Vanya in his childhood, which sorrowed him greatly, but also served to spur him on to especially fervent prayers to God for help. And a miracle occurred! Once, during his sojourn in his religious school, after a fervent prayer during the night, the boy experienced a sudden shiver all over his body, and it was as though a curtain fell from his eyes, as though his mental sight opened up, and he experienced lightness and joy in his soul. After that night the boy immediately began reading with great ease, began to comprehend and memorize everything with the greatest facility. He finished his school at the top of his class, graduated from the Archangelsk Seminary in first place, and entered the St. Petersburg Religious Academy.

Μια υπέροχη, αληθινή Χριστιανική ιστορία


Το ακόλουθο κείμενο δημοσιεύτηκε την 21 Σεπτεμβρίου του 1957 στην εφημερίδα της Άρτας «Ελεύθερος Λόγος» από τον Αρτινό Ιατρό Κωνσταντίνο Κοντογιάννη (1912-1979), χειρούργο και γενικό διευθυντή του Νοσοκομείου του Μονάχου την περίοδο 1954-1961.

«Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Άρτα, δίπλα σ” ανθρώπους φτωχούς αλλά έντιμους, που στερήθηκαν πολλά για να μου δώσουν μια καλύτερη ζωή.
Μεγαλώνοντας με ψωμί κι αλάτι, κόπιασαν για να έχει το μοναχοπαίδι τους μόρφωση και αξία στην κοινωνία.
Ο πατέρας μου δούλευε για το μεροκάματο απ” τα χαράματα ως το σούρουπο στον κάμπο της Άρτας, και τον θυμάμαι να γυρίζει στα σκοτάδια, τσακισμένος από την κούραση αλλά πάντα με το χαμόγελο, σαν να ήξερε ότι ο μόχθος ο δικός του ήταν η δικιά μου η λευτεριά.
Πηγαίναμε κάθε Κυριακή στην εκκλησία, εγώ αυτός και η μάνα μου. Όταν αυτή πέθανε, ο πατέρας μου συνέχισε να με πηγαίνει και να ακούμε την λειτουργία του παπα-Γιάννη, γιατί όπως μου έλεγε πάντα «ο Θεός έχει κοντά του τη μάνα σου, γιατί εμείς προσευχόμαστε κι ανάβουμε ένα κεράκι για την ψυχή της».
Πάντα γελαστός, ακόμα και στα δύσκολα, μου έδινε κουράγιο για να προχωρήσω και να μορφωθώ. Με θυμάμαι πιο μεγάλο να ξενυχτάω στο φως το καντηλιού, ανάμεσα στα βιβλία, και το πρωί να πηγαίνω με τον πατέρα μου για δουλειά στα χωράφια.
Όταν πήγα στην Ιατρική Σχολή, ήξερα ότι τα χρώσταγα όλα στην οικογένειά μου. Ο πατέρας μου δε πρόλαβε να με δει γιατρό, πέθανε ένα χρόνο πριν τελειώσω τις σπουδές μου, αλλά ορκίστηκα να προσεύχομαι στο Θεό κάθε βράδυ, και γι αυτόν και για τη μάνα μου.

Friday 19 December 2014

Οἱ τρεῖς μάγοι...

 Φώτης Κόντογλου

Πῶς τοὺς ἐπροφήτευσε ὁ μάντης Βαλαὰμ 1300 χρόνια πρὶν ἀπὸ τὴ Γέννηση

Κατὰ τὴν ἁγία Γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἑνωθήκανε τὰ οὐράνια μὲ τὰ ἐπίγεια. Ὁ οὐρανὸς ἔδωσε τὸν Ἀστέρα καὶ τοὺς Ἀγγέλους ποὺ δοξολογούσανε ψέλνοντας, καὶ ἡ γῆ ἔδωσε τὴν Παναγία, τὸν Ἰωσήφ, τοὺς τσομπάνηδες καὶ τοὺς μάγους. Αὐτοὶ οἱ μάγοι εἶναι μυστήριο πὼς βρεθήκανε σὲ κεῖνο τὸ ἔρημο μέρος, ξεκινημένοι ἀπὸ τὴ μακρινὴ Χαλδαία. «Τοῦ δὲ Ἰησοῦ γεννηθέντος ἐν Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας ἐν ἡμέραις Ἡρώδου τοῦ βασιλέως, ἰδοὺ μάγοι ἀπὸ ἀνατολῶν παρεγένοντο εἰς Ἱεροσόλυμα λέγοντες· ποῦ ἐστιν ὁ τεχθεὶς βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων; εἴδομεν γὰρ αὐτοῦ τὸν ἀστέρα ἐν τῇ ἀνατολῇ καὶ ἤλθομεν προσκυνῆσαι αὐτῷ.» Αὐτὰ λέγει τὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιο. Καὶ πὼς σὰν ἄκουσε ὁ Ἡρώδης πὼς γεννήθηκε ὁ Χριστός, ὁ βασιλέας τῶν Ἰουδαίων, νόμισε πὼς εἶναι ἐπίγειος βασιλιὰς κι ἐπειδὴ φοβήθηκε μήπως τοῦ πάρει τὴν βασιλεία, σύναξε ὅλους τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ γραμματεῖς, καὶ τοὺς ρωτοῦσε ποῦ γεννήθηκε ὁ Χριστός. Καὶ ἐκεῖνοι τοῦ εἴπανε: Στὴ Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας, γιατὶ ἔτσι εἶναι γραμμένο ἀπὸ τὸν προφήτη Ἡσαΐα, ποὺ εἶπε: «Καὶ ἐσύ, Βηθλεέμ, γῆ Ἰούδα, δὲν εἶσαι καθόλου μικρὴ ἀνάμεσα στοὺς ἡγεμόνες τοῦ Ἰούδα. Γιατὶ ἀπὸ σένα θὰ βγεῖ ἕνας ἄρχοντας, ποὺ θὰ κυβερνήσει τὸν λαό μου τὸν Ἰσραήλ». Καὶ παρακάτω γράφει ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος: «Τότε ὁ Ἡρώδης φώναξε κρυφὰ τοὺς μάγους καὶ πληροφορήθηκε ἀπὸ πότε φανερώθηκε τὸ ἄστρο, καὶ τοὺς ἔστειλε στὴ Βηθλεέμ, λέγοντάς τους: ῾Πηγαίνετε καὶ ἐξετάσετε καλὰ γιὰ τὸ παιδί, καὶ σὰν τὸ βρεῖτε, εἰδοποιῆστε με γιὰ νὰ ἔρθω κι ἐγὼ νὰ τὸ προσκυνήσω᾿. Καὶ ἐκεῖνοι τὸν ἀκούσανε καὶ τραβήξανε. Καὶ νά, τὸ ἄστρο ποὺ εἴδανε στὴν Ἀνατολὴ τοὺς ὁδηγοῦσε, πηγαίνοντας μπροστά τους, ὡς ποὺ πῆγε καὶ στάθηκε ἀπάνω ἀπὸ τὸ μέρος ποὺ ἤτανε τὸ παιδί. Καὶ σὰν εἴδανε τὸ ἄστρο, πήρανε πολὺ μεγάλη χαρά, καὶ πηγαίνοντας στὸ μέρος ποὺ γεννήθηκε, εἴδανε τὸ παιδὶ μαζὶ μὲ τὴ μητέρα του τὴ Μαρία, καὶ πέσανε καὶ τὸ προσκυνήσανε, κι ἀνοίξανε τὰ θησαυροφυλάκια τους καὶ τοῦ προσφέρανε γιὰ δῶρα, χρυσάφι καὶ λιβάνι καὶ σμύρνα. Κι ἐπειδὴ εἴδανε κάποιο σημεῖο στὸ ὄνειρό τους νὰ μὴν ξαναγυρίσουνε στὸν Ἡρώδη, ἀπὸ ἄλλον δρόμο μισέψανε στὴ χώρα τους».

Thursday 18 December 2014

"The Word became flesh", by St. John of Kronstadt

 

A Sermon by St John of Kronstadt on the Nativity of Christ

The Word became flesh; that is, the Son of God, co-eternal with God the Father and with the Holy Spirit, became human – having become incarnate of the Holy Spirit and the Virgin Mary. O, wondrous, awesome and salvific mystery! The One Who had no beginning took on a beginning according to humanity; the One without flesh assumed flesh. God became man – without ceasing to be God. The Unapproachable One became approachable to all, in the aspect of an humble servant. Why, and for what reason, was there such condescension [shown] on the part of the Creator toward His transgressing creatures – toward humanity which, through an act of its own will had fallen away from God, its Creator?

It was by reason of a supreme, inexpressible mercy toward His creation on the part of the Master, Who could not bear to see the entire race of mankind – which, He, in creating, had endowed with wondrous gifts – enslaved by the devil and thus destined for eternal suffering and torment.

And the Word became flesh!...in order to make us earthly beings into heavenly ones, in order to make sinners into saints; in order to raise us up from corruption into incorruption, from earth to heaven; from enslavement to sin and the devil – into the glorious freedom of children of God; from death – into immortality, in order to make us sons of God and to seat us together with Him upon the Throne as His royal children.

O, boundless compassion of God! O, inexpressible wisdom of God! O, great wonder, astounding not only the human mind, but the angelic [mind] as well!

Let us glorify God! With the coming of the Son of God in the flesh upon the earth, with His offering Himself up as a sacrifice for the sinful human race, there is given to those who believe the blessing of the Heavenly Father, replacing that curse which had been uttered by God in the beginning; they are adopted and receive the promise of an eternal inheritance of life. To a humanity orphaned by reason of sin, the Heavenly Father returns anew through the mystery of re-birth, that is, through baptism and repentance. People are freed of the tormenting, death-bearing authority of the devil, of the afflictions of sin and of various passions.

Human nature is deified for the sake of the boundless compassion of the Son of God; and its sins are purified; the defiled are sanctified. The ailing are healed. Upon those in dishonour are boundless honour and glory bestowed.

Those in darkness are enlightened by the Divine light of grace and reason.

The human mind is given the rational power of God – we have the mind of Christ (Cor. 2, 16), says the Holy apostle Paul. To the human heart, the heart of Christ is given. The perishable is made immortal. Those naked and wounded by sin and by passions are adorned in Divine glory. Those who hunger and thirst are sated and assuaged by the nourishing and soul-strengthening Word of God and by the most pure Body and Divine Blood of Christ. The inconsolable are consoled. Those ravaged by the devil have been – and continue to be – delivered.

What, then, O, brethren, is required of us in order that we might avail ourselves of all the grace brought unto us from on high by the coming to earth of the Son of God? What is necessary, first of all, is faith in the Son of God, in the Gospel as the salvation-bestowing heavenly teaching; a true repentance of sins and the correction of life and of heart; communion in prayer and in the mysteries [sacraments]; the knowledge and fulfillment of Christ’s commandments. Also necessary are the virtues: Christian humility, alms-giving, continence, purity and chastity, simplicity and goodness of heart.

Let us, then, O brothers and sisters, bring these virtues as a gift to the One Who was born for the sake of our salvation – let us bring them in place of the gold, frankincense and myrrh which the Magi brought Him, as to One Who is King, God, and Man, come to die for us. This, from us, shall be the most-pleasing form of sacrifice to God and to the Infant Jesus Christ.
Amen.

(Translated into English by G. Spruksts, from the Russian text appearing in Chapter 2 of "Solntse Pravdy: O Zhizni i Uchenii Gospoda Nashego, Iisusa Khrista" ["The Sun of Righteousness: On the Life and Teaching of Our Lord, Jesus Christ"], by Protopriest [Saint] Ioann [John] (Sergiev) of Kronstadt, pp. 4-6. English-language translation copyright © 1983, 1996 by The Saint Stefan of Perm' Guild, The Russian Cultural Heritage Society, and the Translator. All rights reserved. Reprinted by permission from "KITEZH: The Journal of the Russian Cultural Heritage Society," Vol. 12, No. 4 (48). http://www.orthodox.net/nativity/nativity-sjok-2.html)

Το καλό που σου έκανα… συνέχισέ το!


Θα ‘θελα να σας μεταφέρω μια ιστορία κάπως διαφορετική, ίσως ουτοπική μα δυνατή και με νόημα μεγάλο. Κάτι που έχουμε ανάγκη πια, σε ότι συμβαίνει δίπλα μας τούτες τις μέρες…
Πριν από χρόνια ένας σπουδαίος γιατρός ταξίδευε με την οικογένειά του στην έρημο με ένα τροχόσπιτο. Ξαφνικά, μετά από ένα απότομο τράνταγμα, το αυτοκίνητο στρίβει δεξιά στο πλάι του δρόμου.
Λάστιχο στον μπροστινό δεξί τροχό. Τα δίδυμα έχουν τρομάξει, η γυναίκα του προσπαθεί να τα ηρεμήσει. «Μην ανησυχείτε», τους λέει, «θα βάλω τη ρεζέρβα και θα συνεχίσουμε». Πράγματι, αλλάζει το λάστιχο με μεγάλο κόπο.
Είχε 40 βαθμούς θερμοκρασία. Μπαίνει στο αυτοκίνητο και διαπιστώνει πως τα δίδυμα συνεχίζουν να κλαίνε. Η γυναίκα του έχει απελπιστεί. Ο γιατρός της λέει: «Κάνε υπομονή, σε 50 χιλιόμετρα έχει βενζινάδικο και θα σταματήσουμε». Ξαναβγαίνει στο δρόμο, δεν προλαβαίνει όμως να κάνει πάνω από 50 μέτρα και ένας θόρυβος, ίδιος με πριν, τον αναγκάζει να φρενάρει απότομα.
Βγαίνει και τι να δει; Και το άλλο λάστιχο σκασμένο.
Τα δίδυμα έχουν τρομάξει πολύ και κλαίνε πια με λυγμούς. Ο γιατρός είναι απελπισμένος και η γυναίκα του από τον πανικό της βρίσκεται σε κατάσταση υστερίας. Εν τω μεταξύ, αρχίζει να πέφτει το σκοτάδι και ούτε ένα αυτοκίνητο δε φαίνεται στον ορίζοντα. Ο γιατρός όσο περνά η ώρα καταλαμβάνεται από έναν απίστευτο φόβο, όχι τόσο για τον ίδιο όσο για την οικογένειά του.
Έχουν περάσει δύο ώρες, όταν στο βάθος φαίνονται τα φώτα ενός αυτοκινήτου. Ο γιατρός σαν τρελός με τα χέρια ψηλά τρέχει στη μέση του δρόμου να σταματήσει τον περαστικό για να ζητήσει βοήθεια. Το αυτοκίνητο πλησιάζει και φρενάρει. Είναι ένα μεγάλο αγροτικό που στην καρότσα του έχει ένα λυκόσκυλο. Φαίνεται καλό σκυλί. Ο γιατρός πάει στο τζάμι του οδηγού και αντικρίζει ένα μεγαλόσωμο άνδρα με απεριποίητο μούσι. Στο δεξί κάθισμα βλέπει ένα ζευγάρι δεκανίκια.
«Σε παρακαλώ, έχω δύο μικρά παιδιά, έπαθα δύο φορές λάστιχο, βοήθησέ μας», λέει στον άγνωστο οδηγό. «Και τι θες να κάνω;», του απαντάει εκείνος. «Είδα στο χάρτη ότι σε 50 χιλιόμετρα έχει ένα βενζινάδικο. Θα με πας να φτιάξω το λάστιχο;», του λέει ο γιατρός. «Θες να σου δώσω το αυτοκίνητο να πας εσύ, να μείνω εγώ με την οικογένειά σου, να μη μείνουν μόνοι τους στην ερημιά;», ψιθυρίζει ήρεμα ο άγνωστος. Ο γιατρός κοιτάζει άφωνος τον ξένο για τη διάθεσή του να του δώσει το αυτοκίνητο, αλλά και ανήσυχος να τον αφήσει μόνο με την οικογένειά του. Ο ξένος καταλαβαίνει τον προβληματισμό του και του λέει: «Μην ανησυχείς, είμαι καλή παρέα για τα παιδιά. Εσύ να προσέξεις το σκύλο μου που είναι στην καρότσα. Είναι καλό σκυλί αλλά άγριο και έχει μάθει να με προστατεύει.»
Ο γιατρός από το φόβο του, μήπως ο άγνωστος αλλάξει γνώμη, του λέει: «Σύμφωνοι». Εξηγεί την κατάσταση στη γυναίκα του, ενώ ο άγνωστος πηγαίνει στο τροχόσπιτο με τις πατερίτσες. Έχει δύο ξύλινα πόδια. Ο γιατρός δεν περιμένει την αντίδραση της γυναίκας του. Είναι φοβισμένος και απελπισμένος. Φεύγει με το αγροτικό γεμάτος αγωνία και ενοχές.
Πηγαίνει στο βενζινάδικο, φτιάχνει το λάστιχο και παίρνει το δρόμο της επιστροφής με τον ιδρώτα να στάζει από την αγωνία για την οικογένειά του. Μετά από μιάμιση ώρα από τη στιγμή που έφυγε, φρενάρει απότομα δίπλα στο τροχόσπιτο. Πλησιάζει και αντί για κλάματα, ακούει γέλια.
Ανοίγει την πόρτα και βρίσκεται μπροστά στο εξής θέαμα. Ο άγνωστος κάνει γκριμάτσες στα δίδυμα, τα οποία έχουν ξεκαρδιστεί στα γέλια και η γυναίκα του φτιάχνει κάτι να φάνε σαν να μην έχει συμβεί τίποτα. Γυρνάει, τον κοιτάζει και του λέει: «Γεια σου αγάπη μου» Ο γιατρός τους κοιτάζει άφωνος. Ο άλλος δεν περιμένει την απάντησή του, πιάνει τις πατερίτσες του και σηκώνεται μονολογώντας: «Να πηγαίνω κι εγώ.» Ο γιατρός τον συνοδεύει έξω και φτάνοντας στο αυτοκίνητό του, λέει: «Σε ευχαριστώ πολύ, με έσωσες. Πώς μπορώ να σου ξεπληρώσω το καλό που μου έκανες;»
Ο άγνωστος με τα ξύλινα πόδια τον κοιτάζει στα μάτια και του λέει: «Θα σου πω μια μικρή ιστορία. Ήμουν στρατιώτης στο Βιετνάμ, όταν έπεσε δίπλα μου μια χειροβομβίδα. Ένας άνδρας, με κουβάλησε στην πλάτη του 5 χιλιόμετρα . Νιώθω πολύ ευτυχισμένος που μου λείπουν μόνο δύο πόδια. Μόνο μια χάρη θέλω να μου κάνεις. Συνέχισέ το.»
«Ποιο;», τον ρωτάει ο γιατρός. «Το καλό που σου έκανα», του απαντά εκείνος.
Ο γιατρός είναι σήμερα διάσημος για δύο λόγους: Ο πρώτος είναι οι μοναδικές ικανότητές του ως χειρουργού και ο δεύτερος η φράση «Συνέχισέ το», που έλεγε κάθε φορά που κάποιος χωρίς οικονομική δυνατότητα τον ρωτούσε: «Γιατρέ, τι σου χρωστάω;»
Να ‘ναι άραγε τόσο δύσκολο ή βαρύ για τον καθένα μας να συνεχίσουμε αυτό που μόλις διαβάσαμε;
Ναι έχει σίγουρα κάποιο κόστος, μα εκεί δεν είναι και το δυνατό του σημείο;
Να μπορεί ο κάτοχος ενός τέτοιου φρονήματος να υποτάξει το Εγώ του…

iliaxtida.

Wednesday 17 December 2014

Γέρων Εφραίμ Φιλοθεΐτης: Για το μυστήριο της Μετανοίας και Εξομολογήσεως

 Γέροντας Εφραίμ Αριζόνας(Φιλοθεΐτης)

Ο Θεός με το στόμα του Προφήτου Ησαΐα μάς παραγγέλλει λέγων: «Λούσασθε και καθαροί γίνεσθε, αφέλετε τας πονηρίας από των ψυχών υμών απέναντι των οφθαλμών μου, παύσασθε από των πονηριών υμών. Μάθετε καλόν ποιείν» (Ησ. α' 16).

Η μετάνοια προϋποθέτει αμαρτία. Όποιος δεν έχει αμαρτία, αυτός δεν έχει ανάγκη μετανοίας. Όλοι, και πρώτος εγώ, αισθανόμεθα αμαρτωλοί.

Η αμαρτία είναι τραύμα στην ψυχή, πληγή στην συνείδησι που μας πονάει, τραύμα στο σώμα του Χριστού, στην Εκκλησία, της οποίας είμαστε μέλη. Η αμαρτία είναι κάρφωμα και ξανακάρφωμα στο Χριστό. Ποιος δεν έχει τραυματισθεί από την αμαρτία; ποιος δεν έχει αμαρτήσει με τα λόγια, με τις πράξεις του, με τους λογισμούς; ποιος δεν κτυπήθηκε κατάστηθα από τις τύψεις της συνειδήσεως; Όποιος θα πη πως δεν έχει αμαρτήσει, αυτός θα έχει πει το μεγαλύτερο ψέμα....

Αλλ' εάν η αμαρτία είναι το τραύμα, η μετάνοια είναι το φάρμακο· είναι το ευλογημένο δώρο του Θεού στον άνθρωπο....


Πολλοί χριστιανοί, με ευλαβή πόθο, αναζητούν να βαπτιστούν στον Ιορδάνη ποταμό, αλλ' όσες φορές και αν μπούνε στον Ιορδάνη ποταμό και όσα μπουκάλια αγιασμό και αν πιούμε, αν δεν μετανοήσουμε δεν σωζόμεθα. Κοντά μας, δίπλα μας, είναι ο Ιορδάνης ποταμός. Κυλάει μέσα στην Εκκλησία, είναι η γλυκεία μετάνοια και εξομολόγησις. Ας λου¬σθούμε μέσα στην μετάνοια, διότι με αυτήν σβήνουν όλα τα αμαρτήματα. Και το λουτρό της μετανοίας εί¬ναι το δεύτερο βάπτισμα. Αυτό δε το λουτρό του θεϊκού βαπτίσματος, που λέγεται μετάνοια, γίνεται συνειδητά και αποφασιστικά. Πλένομαι, για να μη ξαναλερωθώ, ασχέτως αν δεν τα καταφέρω. Πλην πλένομαι με την απόφασι να μη ξαναλερώσω τον χιτώνα της ψυχής μου.

Το έλεος του Θεού είναι ανταπόκρισις στη μετάνοια του ανθρώπου. Με τον ερχομό του Χριστού, η μετάνοια δεν είναι απλώς μεταμέλεια και εξομολόγησις αμαρτιών, αλλ' είναι άφεσις, συγχώρησις, εξάλειψις τελεία των αμαρτιών. Η μετάνοια είναι ένας θρήνος που οδηγεί στην χαρά. Είναι το χαροποιό πένθος. Η μετάνοια είναι η σπορά των δακρύων, που φέρνει το θερισμό της λυτρώσεως... Με την αμαρτία χάνουμε την ηρεμία της συνειδήσεως. Με το κλάμα της μετα¬νοίας παίρνουμε πίσω αυτό που χάσαμε. Με την αμαρτία χάνουμε το πολυτιμώτερο αγαθό, την ψυχή μας. Πεθαίνει η ψυχή μας. Και αν κλάψουμε για τις αμαρτίες μας, θ' αναστηθή η ψυχή μας....

Να κλάψουμε για τα αμαρτήματα μας, όπως έκλαψε ο Δαβίδ, που έβρεχε το προσκέφαλό του με τα δάκρυα του. Να κλάψουμε όπως η πόρνη, που τα δάκρυα της μοσχοβόλησαν περισσότερο από τα μύρα της, με τα όποια έβρεξε τα πόδια του Χριστού. Να κλάψουμε όπως έκλαψε ο Απόστολος Πέτρος μετά την άρνησι του Διδασκάλου. Να κλάψουμε όπως έκλαψε ο Απόστολος Παύλος όταν θυμόταν ότι δίωξε την Εκκλησία του Χριστού. Να κλάψουμε όπως έκλαψαν οι μεγάλοι αμαρτωλοί που έγιναν άγιοι. Να κλάψουμε για τα δικά μας αμαρτήματα, αλλά να κλάψουμε και για τα αμαρτήματα των άλλων. Αμάρτησε ο άλλος; μη τον κατακρίνης. Κλάψε για την πτώσι του, δέστην σαν δική σου πτώσι. Είμεθα «αλλήλων μέλη». Ο άλλος είναι μέλος του ιδίου με σένα σώματος· μέλος του σώματος του Χριστού. Κλάψε εσύ για τον άλλον, όπως έκλαιγε ο Παύλος και έλεγε: «Ουκ επαυσάμην μετά δακρύων νουθετών ένα έκαστον». Κλάψε εσύ για το παιδί σου που παρανόμησε, για το Χριστιανό που γλύστρισε και έπεσε.


Η αμαρτία είναι φωτιά. Και οι κρουνοί που σβύνουν αυτή την φωτιά, είναι οι κρουνοί της μετανοίας. Αν πιάση φωτιά το διπλανό σπίτι, δεν θα τρέξης και εσύ για να σβύση η φωτιά;  Αν αδιαφορήσης, η φωτιά θα επεκταθή και στο δικό σου σπίτι. Έτσι δεν μπορείς ν' αδιαφορήσης όταν ο άλλος καίγεται από τη φωτιά της αμαρτίας. Ρίξε τα δάκρυά σου για να σβεσθή η φωτιά. Αν αδιαφορήσης, θάχης και συ κρίμα, αμαρτία. Κι αν όχι μόνο αδιαφορήσης αλλά γελάς κι όλας και σχολιάζης την αμαρτία του άλλου και την διαπομπεύης, τότε πια θα επιτρέψη ο Θεός να πέσης και εσύ, και η φωτιά της δικής σου αμαρτίας, μπορεί να είναι ο προθάλαμος της κολάσεως, κατά τον ιερό Χρυσόστομο.


Επιμένει ο ιερός Χρυσόστομος, ότι πρέπει να θρηνούμε για τα αμαρτήματα των άλλων, αν αληθινά τους αγαπάμε. Αν ο άλλος βρίσκεται στο στόμα του λύκου, θα τον αφήσουμε να κατασπαραχθή; Αν ο άλλος κινδυνεύη να πνιγή, θα τον αφήσουμε να καταποντισθή;

Η μετάνοια, εξαλείφει όλα τα αμαρτήματα. Έχουμε δύο πραγματικότητες: η μία είναι η φιλανθρωπία του Θεού, η άλλη είναι η αμαρτωλότητα του ανθρώπου. Σας ερωτώ: Ποια από τις δύο είναι μεγαλύτερη; Τα αμαρτήματά μας, όσα κι αν είναι, είναι ωρισμένα και συγκεκριμένα. Η Φιλανθρωπία του Θεού είναι άπειρη, αμέτρητη. Ο ιερός Χρυσόστομος για να παρηγορήση τους αμαρτωλούς, παρουσιάζει το παράδειγμα με το κάρβουνο. Έχεις ένα αναμμένο κάρβουνο. Σε καίει. Αν όμως ρίξης το κάρβουνο αυτό μέσα στο πέλαγος, ποιος θα νικήση· το πέλαγος ή το κάρβουνο; Ασφαλώς το πέλαγος. Ένα τσαφ θ' ακουσθή και θα εξαφανισθή το αναμμένο κάρβουνο.


Κάρβουνο, που κατακαίει τα σωθηκά μας, είναι η αμαρτία. Τι πόνος! Μη το αφήνης. Πάρτο την ώρα της σωστικής εξομολογήσεως και ρίξε το στο Πέλαγος της Φιλανθρωπίας του Θεού. Αμέσως το κάρβουνο της αμαρτίας σου θα σβύση και θα εξαφανισθή. Και αν μου πης πως δεν έχεις ένα κάρβουνο, αλλ' έχεις πολλά αμαρτήματα που σε καίνε, θα σου πω και εγώ, ότι το έλεος του Θεού δεν είναι απλώς πέλαγος· είναι Ωκεανός· είναι κάτι απείρως μεγαλύτερο. Το πέλαγος και ο Ωκεανός έχουν κάποιο μέτρο, κάποια όρια, κάποιο τέλος. Η Φιλανθρωπία όμως του Θεού είναι απροσμέτρητη, απεριόριστη, ατέλειωτη.


Συνεχίζει ο ιερός Χρυσόστομος. Όταν με δάκρυα μετανοούμε, να είσθε βέβαιοι ότι το σφουγγάρι της αγάπης του Θεού σβύνει όλα τα αμαρτήματα. «Το αίμα Ιησού Χριστού του υιού αυτού, καθαρίζει ημάς από πάσης αμαρτίας» (Α' Ιωάν. 1, 7). Και η αγάπη του Θεού σβύνει όλα τα αμαρτήματα, ώστε ούτε ίχνος δεν αφήνει.

Αν εχης ένα τραύμα, γιατρεύεται, αλλά παραμένει το σημάδι, η ουλή. Αν έχης μία αμαρτία, με την μετάνοια συγχωρείται και εξαφανίζεται και ούτε ουλή μένει.

Η μετάνοια οδηγεί σ' ένα καταπληκτικό θαύμα, στη λήθη του Θεού. Ο Θεός, καρδιογνώστης και παντογνώστης, που μέσα στη μνήμη Του είμεθα όλοι οι άνθρωποι, και είναι όλες οι πράξεις μας, αυτός ο Θεός φθάνει στην αμνησία! Λησμονεί τα αμαρτήματα των ανθρώπων που ειλικρινά μετανοούν.


Ω! πόσο θάρρος και παρηγοριά μας δίνει ο ιερός Χρυσόστομος! Ο χρυσός στην γλώσσα και στην καρδιά, ακολουθώντας το παράδειγμα του Κυρίου, μισεί την αμαρτία, αγαπά τον αμαρτωλό· καυτηριάζει τα αμαρτωλά πάθη, αγκαλιάζει τους αμαρτωλούς. Ο Χρυσόστομος φοβάται να μη πέση ο αμαρτωλός σ' ένα από τα δύο άκρα. Το ένα άκρο είναι η απόγνωσις και η απελπισία. Το άλλο είναι η ραθυμία και η επανάστασις. Ο διάβολος έχει δύο όπλα, με τα οποία δίνει τη χαριστική βολή στον αμαρτωλό. Το ένα όπλο είναι για τους ευαίσθητους, το άλλο για τους αναίσθητους.

Για τους ευαίσθητους διαθέτει το όπλο της απογνώσεως, της απελπισίας. Προσπαθεί ν' απελπίση τον αμαρτωλό.


Πω πω! τι είναι αυτό που έκανες; τώρα για σένα δεν υπάρχει σωτηρία. Ποιος θα σε σώση; - όχι άπαντα ο Χριστιανός. Ύπαγε οπίσω μου, Σατανά της απογνώσεως. Φύγε, αλητήριε, γιατί με τη σκιά σου κρύβεις τον σταυρό του Χριστού, την μεγάλη μου ελπίδα. Αμαρτάνω, ναι, το ξέρω, αλλά πιστεύω στο έλεος του Θεού.

Για τους αναίσθητους έχει το όπλο της ραθυμίας και επαναστάσεως.

Έλα, καϋμένε, καλός είσαι. Και τι έκανες στο κάτω κάτω για να μετανοήσης; Εγκληματίας είσαι; δεν σκότωσες και κανένα; Μακάρι νάσαν όλοι σαν και σένα.

Όχι άπαντα ο Χριστιανός.

Ύπαγε πίσω μου, Σατανά της ραθυμίας και της ψευδαισθήσεως. Φύγε, γιατί η μορφή σου μού κρύβει τον πνευματικό καθρέπτη, για να καθρεπτιστώ και να ιδώ, με συναίσθησι, ότι είμαι γεμάτος πληγές και έχω ανάγκη θεραπείας.


Η μετάνοια έχει μεγάλη δύναμι. Παίρνει το κάρβουνο και το κάνει διαμάντι. Παίρνει τον λύκο και τον κάνει αρνί. Παίρνει τον άγριο και τον κάνει άγιο. Παίρνει τον αιματοβαμμένο ληστή και τον κάνει πρώτο κάτοικο του Παραδείσου. Ακριβώς, επειδή έχει τέτοια δύναμι η μετάνοια, γι' αυτό ο Διάβολος αγωνίζεται ν' αποτρέψη τον άνθρωπο από την μετάνοια. Έτσι εξηγούνται οι αντιρρήσεις πολλών ανθρώπων ως προς την μετάνοια και την εξομολόγησι.

Λέει κάποιος «Αφού θα ξαναπέσω, γιατί να πάω να εξομολογηθώ; Ξέρω ότι θα ξανακάνω τα ίδια...». Αδελφέ μου. Η αμαρτία είναι σαν την αρρώστια. Δεν αρρωσταίνεις μια φορά. Πολλές φορές αρρωσταίνεις από την ίδια αρρώστια. Και κάθε φορά που αρρωσταίνεις πηγαίνεις στο γιατρό και παίρνεις φάρμακα που σου δίνει. Το ίδιο κάνε και για την ψυχή σου. Κάθε φορά που πληγώνεσαι, έστω και αν πληγώνεσαι στο ίδιο μέρος, μετανόησε και εξομολογήσου. Κάποτε το φάρμακο της χάριτος θα γιατρέψη ολότελα την συγκεκριμένη πληγή.


Το αμαρτωλό πάθος μοιάζει πολλές φορές με δένδρο, που ρίζωσε βαθειά και φαίνεται δύσκολο να ξερριζωθή. Είδες τι έκαμναν οι υλοτόμοι στην παλαιά εποχή; Με τσεκούρι έκοβαν το δένδρο. Φαντάσου δένδρο ριζωμένο, με μεγάλο κορμό. Ο υλοτόμος το κτυπά με μια τσεκουριά. Δεν πέφτει ασφαλώς με την πρώτη τσεκουριά. Το κτυπά με δεύτερη, με τρίτη, με δέκα... Κάποτε το δένδρο λυγίζει και πέφτει. Έτσι είναι και το αμαρτωλό πάθος. Μπορεί με την πρώτη τσεκουριά να μην πέση. Συνέχισε με την διαρκή μετάνοια να κτυπάς το πάθος. Να είσαι σίγουρος, πως κάποια μέρα, θα πέση το πάθος, θ' απαλλαγής από την αμαρτία που χρόνια σε βασάνιζε. Έτσι λέει ο Ιερός Χρυσόστομος.


«Μετανοώ, αλλά ντρέπομαι να ομολογήσω τ' αμαρτήματά μου. Είναι τόσα πολλά, ώστε ντρέπομαι να τα παρουσιάσω στον εξομολόγο κληρικό». Η ντροπή πρέπει να υπάρχη, αλλά προ, όχι μετά την αμαρτία. Να ντρεπώμεθα να διαπράξωμε το κακό, να μη ντρεπώμεθα να ομολογήσουμε το κακό.

Η μετάνοια εκφράζεται σαν ομολογία των αμαρτημάτων, σαν εξαγόρευσις. Μη ντρέπεσαι να πης τις αμαρτίες σου. Κάποτε θα γίνη η αποκάλυψις των αμαρτημάτων μας. Ή θα τις αποκαλύψουμε εμείς, μόνοι μας, μπροστά σ' ένα πρόσωπο, στον πνευματικό, ή θα τις αποκάλυψη ο Θεός την ήμερα εκείνη μπροστά σ' όλους τους αγγέλους και τους ανθρώπους. Αν προλάβουμε πρώτοι να κατηγορήσουμε τον εαυτόν μας με την μετάνοια, εξαλείφονται όλες οι αμαρτίες μας και αθωωνόμαστε.


«Είμαι τόσο πολύ αμαρτωλός, που αμφιβάλλω για την σωτηρία μου...». Αδελφέ μου συναμαρτωλέ! Ο Παράδεισος δεν είναι για τους αναμάρτητους. Είναι για τους αμαρτωλούς. Ο Παράδεισος είναι γεμάτος από αμαρτωλούς που μετανόησαν. Είναι και για μας ανοικτός ο Παράδεισος. Αρκεί να κάνουμε το πρώτο βήμα εμείς· το βήμα της μετάνοιας. Τότε σπεύδει ο Θεάνθρωπος Κύριος να κάνη δέκα βήματα για να μας αγκαλιάση· είναι τα βήματα του ελέους και της συγγνώμης.

Με πόνο θερμής προσευχής ας πούμε:

Κύριε Ιησού Χριστέ, δώρησέ μας αληθινή, δακρύβρεκτη μετάνοια. Εσύ μάς έμεινες μοναδική Ελπίδα σωτηρίας. Είσαι η Αλήθεια μέσα σε τόσα ψέματα. Είσαι η Χαρά μας μέσα σε τόσες θλίψεις. Είσαι η Λύτρωσίς μας μέσα σε τόση αμαρτία. Είσαι η Ειρήνη μέσα σ' ένα κόσμο τόσο ταραγμένο.

Δόξα τη μακροθυμία και τη Ανοχή σου Κύριε. Αμήν.


Γέροντος Εφραίμ Φιλοθεΐτου
ΕΛΠΙΔΟΦΟΡΕΣ ΔΙΔΑΧΕΣ
ΜΕ ΠΑΤΡΙΚΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ"
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...